Όποιος θέλει να κουμαντάρη τους Έλληνες πρέπει να βαστάη ένα δισάκι γεμάτο, ομπρός το Χριστό, πίσω τους διαόλους και στη μέση το χρυσάφι.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] γέννηση του Γεωργίου Καραϊσκάκη, το 1872, δείχνει από την πρώτη στιγμή ότι το παιδί που αντίκρυσε το φως του κόσμου θ’ ακολουθήσει ένα γραμμένο διαφορετικό, καθώς είναι ζυμωμένη με ερωτηματικά και άνομες ιστορίες. Ο τόπος καταγωγής του είναι αμφισβητούμενος, είτε το Μαυρομμάτι Καρδίτσας είτε η Σκουληκαριά Άρτας. Η μητέρα του, Ζωή, μετά το θάνατο του πρώτου της άντρα γίνεται μοναχή – απόφαση που δεν φαίνεται να ταιριάζει στο φλογερό της χαρακτήρα, καθώς είναι γνωστή για την κοφτερή της γλώσσα και τα καμώματά της, που ουδεμία σχέση έχουν με τη σεμνότητα του μαύρου ράσου που φορά. Ο μοναχογιός της, Γεώργιος, είναι νόθος γιος πιθανότατα του Δημητρίου Καραΐσκου, γεγονός που η ίδια δεν καταβάλλει καμιά προσπάθεια ν’ αποκρύψει.
Ο «γιος της καλογριάς», όπως τον ονομάζουν, είναι ένα παιδί σημαδεμένο από τις Μοίρες. Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια του αφήνουν προίκα ένα χαρακτήρα σκληρό, καθώς, όπως μαρτυρείται, είναι καβγατζής, βλάσφημος και αθυρόστομος. Καυχάται ότι «καθώς τα εμβολιασμένα δένδρα είναι καλήτερα των κοινών, ούτω πολλάκις οι νόθοι είναι αξιώτεροι των γνησίων» και δεν διστάζει να πει ότι η μάνα του «έφαγε δέκα χιλιάδες π….ες για να τον γεννήσει».
[dropcap size=big]Π[/dropcap]αραμένει για μεγάλο διάστημα στην αυλή του Αλή Πασά, γίνεται κλέφτης, αργότερα καπετάνιος των Αγράφων και επαναστάτης ενάντια στον τουρκικό ζυγό. Σε νεαρή ηλικία αρρωσταίνει από φυματίωση, ωστόσο δεν αφήνει ούτε στιγμή την ασθένεια να τον καταβάλει. Βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή της μάχης, αναγκάζοντας τον άλλο μεγάλο οπλαρχηγό, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, να τον συμβουλεύσει να φυλάγεται για το καλό της Επανάστασης: «Το βόλι του εχθρού σκοπεύει και κυνηγεί ως επί το πλείστον τους διακρινόμενους ως αξιωματικούς, και δεν διακρίνει, ούτε εντρέπεται, ούτε σέβεται ή φοβείται τινά.[…] Αν ο Θεός μη το δώσει (ο λόγος θάνατον δε φέρνει!) κτυπηθής συ, ήξευρε ότι στρατόπεδον ελληνικόν εις την Ανατολικήν Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών δεν υπάρχει.»
Χαμένα λόγια, καθώς ο Καραϊσκάκης εξακολουθεί να πολεμά με την ίδια λύσσα σε κάθε μάχη. Μετά τη νίκη του εναντίον του Ισμαήλ πασά και του πολυάριθμου στρατού του στο Κομπότι, ανεβαίνει σ’ ένα βράχο και εκτοξεύει ύβρεις εναντίον των ηττημένων – δεν διστάζει μάλιστα να τους επιδείξει τα γυμνά του οπίσθια, σε μια κίνηση παραληρηματικού ενθουσιασμού.
[dropcap size=big]Μ[/dropcap]νημειώδεις είναι και οι απαντήσεις που στέλνει στους αντιπάλους του κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων: «Έλα, σκατότουρκε… έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους έλα ν’ ακούσεις τα κερατά σας, – γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε “ από ημάς” συνθήκην με “έναν” κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην – να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!»
Το τέλος του Καραϊσκάκη είναι αντάξιο του πολεμοχαρούς βίου του – στις 23 Απριλίου 1827, μια σφαίρα τον τραυματίζει θανάσιμα στο υπογάστριο.
Αν γίνω καλά θα τονε χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε. Εάν ψοφήσω, κλάστε μου το μπούντζον.
[dropcap size=big]Α[/dropcap]μέσως μεταφέρεται πίσω στο στρατόπεδό του, όπου οι γιατροί καταλαβαίνουν ότι ο θάνατός του είναι αναπόφευκτος. Ο Καραϊσκάκης διατηρεί το πνεύμα του ακμαίο, παρότι οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Φωνάζει παπά να τον κοινωνήσει, υπαγορεύει τη διαθήκη του και την υπογράφει ο ίδιος. Ο Μακρυγιάννης σπεύδει στο πλευρό του για ν’ ακούσει τα τελευταία του λόγια: «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».
Οι βωμολοχίες του διασώθηκαν αποσπασματικά, καθώς οι Φαναριώτες και οι προύχοντες που ανέλαβαν την επιμέλεια της αλληλογραφίας των οπλαρχηγών τις περισσότερες φορές αποσιώπησαν τις αισχρολογίες του. Οι περισσότεροι καπεταναίοι, βέβαια, ήταν άνθρωποι απλοί και αγράμματοι, που συχνά μάλιστα χρησιμοποιούσαν αλβανικές και αρβανίτικες φράσεις όταν μιλούσαν.
Σε κάθε περίπτωση, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους οπλαρχηγούς της Επανάστασης, του οποίου ο θάνατος, μόλις στα 45 του χρόνια, στοίχισε πολύ στον Αγώνα. Ο ορεσίβιος «μούλος» εξελίχθηκε τελικά στο «λιοντάρι της Ρούμελης» και αποτέλεσε παράδειγμα ανδρείας για τον υπόδουλο Ελληνισμό, κερδίζοντας μια θέση στο πάνθεον των ηρώων.