Το 1917 είναι η πιο καθαρά φιλόδοξη και παθιασμένη ταινία του Mendes μετά την παρεξηγημένη και υποτιμημένη ταινία του, το Jarhead του 2005. Εμπνευσμένη από ιστορίες που ο Mendes άκουσε από τον παππού του Alfred ο οποίος ήταν ένας βετεράνος του βελγικού μετώπου του πολέμου, το 1917 ακολουθεί τον Schofield (George MacKay) και τον Lance Cpl. Blake (Dean-Charles Chapman), δύο νεαρούς άνδρες που υπηρετούν στη βόρεια Γαλλία. Ο Blake είναι ο πιο κοινωνικός και ο πιο ζωντανός χαρακτήρας από τους δύο, ένας στρατιώτης με ποιητική διάθεση που χαρίζει μία ανείπωτη γοητεία στην αφήγηση για τον οικογενειακό βυσσινόκηπο. Ο Schofield είναι πιο ήσυχος, πιο κλειστός και απογοητευμένος. Τα τραύματα της μάχης του Somme είναι ακόμα φρέσκα, αφήνοντάς τον με φοβερές αναμνήσεις και ένα μετάλλιο που δεν φοράει ποτέ.
Ας τονιστούν οι υπέροχες προσπάθειες του Chapman και του MacKay σε αυτά τα αδιάσπαστα πλάνα. Η ταινία επαναλαμβάνει την παλαιά φράση “theater of war”, καθώς οι ηθοποιοί πρέπει να ολοκληρώνουν έντονες και αγωνιώδεις ακολουθίες χωρίς να σπάνε χαρακτήρα, να μην θυμούνται τον διάλογο ή να αλλάζουν θέσεις ανάμεσα στην κατάδυση, την πορεία και την αναρρίχηση.
Για να διατηρήσει μια αίσθηση αναμονής και προσδοκίας, το στούντιο μοιράστηκε με το κοινό νωρίς για το 1917 πως πρόκειται -εκτός από το γεγονός ότι ο Mendes είχε σχεδιάσει ολόκληρη την ταινία για να παίξει σε ένα ενιαίο σουτ – για ένα “plan-séquence”, όπως λένε οι Γάλλοι, ή “oner” μεταξύ των φοιτητών κινηματογράφου και των σινεφίλ. Μια τέτοια τολμηρή επιλογή μπορεί συχνά να φαίνεται σαν ένα εμπορικό κόλπο, εφιστώντας την προσοχή του κοινού στην τεχνική αντί στην ουσία. Ο τρόπος όμως με τον οποίο συνεργάζεται ο Mendes με τον διευθυντή φωτογραφίας Roger Deakins είναι σαν να επιτρέπεται σε δυο απλούς ανθρώπους να περιπλανηθούν στους χώρους όπου όλα μετατράπηκαν σε κόλαση επί γης – μια εκδοχή σχεδόν πραγματικών γεγονότων που μεταφέρεται συχνά μέσω της αισθητικής των βιντεοπαιχνιδιών.
Μια λαμπρή άσκηση λοιπόν αναφορικά με το στυλ, η ταινία καθιστά τον καθένα ικανό να ξεχάσει το προσωπικό εσωτερικό κενό αφού χτυπάει ανελέητα στις αισθήσεις, δίνοντας σε αυτό το συχνά μεγαλοπρεπές θέαμα ένα σημαντικό αντίκτυπο. Η τεχνική διαδικασία δεν είναι νέα, σκεφτείτε μόνο το αριστούργημα Η ρωσική κιβωτός και τη γερμανική ταινία Βικτώρια. Η προσπάθεια μοιάζει περισσότερο με το Birdman, ενώ πολλά πλάνα έξυπνα τοποθετημένα και κρυμμένα στο σκοτάδι αφήνουν την εντύπωση ότι το σύνολο ταιριάζει σε ένα πλάνο. Αυτό μας επιτρέπει να ακολουθήσουμε καλύτερα την αποστολή των δύο Βρετανών στρατιωτών που πρέπει να ταξιδέψουν μέσα από το γερμανικό εχθρικό έδαφος για να μεταφέρουν ένα μήνυμα ύψιστης σημασίας προκειμένου να αποφευχθεί μια σφαγή. Σε στιγμές όπως αυτές, είναι εύκολο να ξεχάσουμε το τέχνασμα του ενός πλάνου. Η παραδοσιακή επεξεργασία και το μοντάζ επιτρέπει συνήθως στους σκηνοθέτες να σφίξουν και να χειριστούν το χρόνο για δραματικές επιπτώσεις, ενώ εδώ ο Mendes και ο editor Lee Smith πρέπει να δεσμευτούν στο ρυθμό που καταγράφηκε στο σετ. Η ταινία έχει σίγουρα κάποια πιο αργά σημεία και παρόλο που μια μικρή ήρεμη ενδοσκόπηση είναι ευπρόσδεκτη σε μια πολεμική ταινία, ο Mendes και η συν-συγγραφέας Krysty Wilson-Cairns τις γεμίζουν με συναισθηματικές ιστορίες. Τέτοιες σκηνές χρησιμεύουν ως ένα καλό παράδειγμα, συνδυάζοντας την σουρεαλιστική απεικόνιση και αφήγηση με τις παρατηρήσεις για τις διάφορες ποικιλίες των κερασιών.
Το 1917 πρόκειται επομένως για μια ταινία tour de force. Ο Mendes (αναμφισβήτητα εμπνευσμένος από την ακολουθία με την οποία άνοιξε το Spectre) και ο επιφανής διευθυντής φωτογραφίας Roger Deakins θέλησαν να τελειοποιήσουν τα πλάνα, εναλλάσσοντας οικείες στιγμές ηρεμίας με αυτές των πιο επικών στιγμών φρίκης. Μια από τις πιο εκπληκτικές σκηνές, όπου ένα αεροπλάνο κυριολεκτικά βυθίζεται στην οθόνη, μπορεί να θυμίσει μόνο το μυθικό τρένο των αδελφών Lumière. Δεν είναι απλώς εκπληκτική, το τελικό αποτέλεσμα αυτών των κινηματογραφιστών είναι εξαιρετικό.Πρόκειται κυρίως για μία ταινία για το θάνατο ή τον κίνδυνο του θανάτου, αλλά για να αντιμετωπίσει κάποιες από τις φρίκες αυτού του συγκεκριμένου πολέμου και να αντεπεξέλθει στην σωστή αναπαράστασή τους, ο Mendes έκανε μια ταινία που αισθάνεται εντελώς ζωντανή. Πρόκειται για μια προσεκτικά καλογυαλισμένη εικόνα, και όχι για μια σκληρή πραγματικότητα. Αλλά η έμφυτη αφοσίωσή στη ζωή και την ομορφιά της είναι μέρος της δύναμης της. Με τον ίδιο τρόπο που ο Lewis Milestone με το All Quiet on the western front (μια ιστορία όχι για την εμπειρία των Άγγλων στρατιωτών αλλά ενός Γερμανού, προσαρμοσμένη από το μυθιστόρημα του Erich Maria Remarque) τόνισε ότι οι μεμονωμένες στιγμές της ζωής, είναι η μόνη πραγματική προστασία που έχουμε ενάντια στην άσκοπη κατάσταση του πολέμου, έτσι και το 1917 δεν αφήνει κανένα θεατή να μην θαυμάσει την ζωή ανάμεσα στους αιματοβαμμένους λόφους και στα χαρακώματα.
Μια πολεμική ταινία φαίνεται να αποτελεί προϋπόθεση για κάθε σπουδαίο σκηνοθέτη και αν ο Mendes δεν έχει τις ικανότητες ενός Kubrick, ενός Malick, ενός Spielberg ή ενός Eastwood, ξέρει πια με την πιο πρόσφατη αυτή του δημιουργία με ποιον τρόπο μπορεί να αφήνει ένα αναμφισβήτητο φυσικό αντίκτυπο στο κοινό.
Κείμενο: Ελένη Κουκουρίκου (Lavart)
Πηγές Φωτογραφίας, 1, 2, 3, 4.