Τα ελληνικά είναι μια γλώσσα με ψίθυρους από το παρελθόν, που αντηχούν στην καθημερινή μας ζωή ακόμη και όταν δεν το συνειδητοποιούμε. Κάποιες λέξεις, όμως, έχουν ξεγλιστρήσει μέσα από τις ρωγμές του χρόνου, κρυμμένες σαν ξεχασμένοι θησαυροί στη σοφίτα της γλωσσικής μας κληρονομιάς.
Αυτό το άρθρο είναι το κλειδί σας για να ανακαλύψετε ξανά 16 ελληνικές λέξεις που έχουν πάψει να χρησιμοποιούνται, αλλά εξακολουθούν να κρύβουν μια αναμφισβήτητη ομορφιά και βάθος.
Αυτά δεν είναι μουσειακά κομμάτια. Είναι ζωντανές, αναπνέουσες έννοιες που μπορεί να σας εμπνεύσουν να αναθεωρήσετε τον τρόπο που μιλάτε ή ακόμα και τον τρόπο που βλέπετε τον κόσμο.
(Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο παρακάτω)
Τι σημαίνει η λέξη λεξιθηρία; Ήρθε η ώρα να αποσαφηνίσουμε την έννοιά της
16 ελληνικές λέξεις που δε χρησιμοποιούμε (όπως παλιά)
- αλεξιβρόχιο: ομπρέλα
- αλτρουιστής: Πιστός του αλτρουισμού, όπου διδάσκει την ηθική ευαισθησία για την ευτυχία άλλων ανθρώπων ή ζώων, με αποτέλεσμα μια καλύτερη ποιότητα ζωής, τόσο υλική όσο και πνευματική
- αμφίψωμο: (ουσ. ουδ.) το σάντουιτς, το τοστ.
- ανδραγαθία:Όταν κάποιος είναι γενναίος, παλικάρι
- άτεγκτος: (επιθ.) σκληρός, αδυσώπητος
- άφατος: (επίθ.) ανέκφραστος
- βυσσοδομώ: (ρ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ : βύσσος = βυθός + δομέω ή δομώ = χτίζω] (μτφ.) σχεδιάζω κρυφά κάτι κακό για κάποιον, σκευωρώ, στενοχωρώ συνώνυμα:μηχανορραφώ, ραδιουργώ.
- διαπρύσιος: (επίθ.) αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.
- δύστοκος: (επιθ.) κυριολ.: που γεννά με δυσκολία
- εμφωλεύω: (ρ.) φωλιάζω, κουρνιάζω, (πληροφ.) ενσωματώνω υπορουτίνα σε ρουτίνα.
- εναργής: (επίθ.) ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος, χειροπιαστός, ευκρινής, ολοκάθαρος
- επίνειο: (ουσ. ουδ.) πόλη ή οικισμός με λιμάνι ή όρμο που εξυπηρετεί μια πόλη (κυρίως μεσογειακή).
- καθέλκυση: (ουσ. θηλ.) . Όταν ένα πλοίο ή σκάφος εγκαταλείπει το χώρο ναυπήγησης ή συντήρησής του με τη βοήθεια κεκλιμένων επιπέδων (launching cradle) και οδηγείται προς στη θάλασσα.
- μεμψιμοιρώ: (ρ.) παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, μουρμουρίζω, γκρινιάζω.
- νηπενθής: (επιθ.) που δεν πενθεί, που δεν αισθάνεται λύπη που δεν προξενεί λύπη
- πτωχαλαζών / -όνας: (ουσ.) ο φτωχός με αλαζονική συμπεριφορά, ο ψωροπερήφανος
Διαβάστε περισσότερα για τις όμορφες ιστορίες των λέξεων
- 12 ελληνικές λέξεις που θα σας ξαφνιάσουν (και τι κρύβουν)
- «Πόνεσαν τα μάτια μας»: 9 λέξεις που γράφεις συνέχεια λάθος
- 10 ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούνται διεθνώς και μόνο λίγοι γνωρίζουν
- 9 ελληνικές λέξεις που δεν είναι ελληνικές
- 14 ξένες λέξεις που προφέρουμε οι περισσότεροι λάθος
- Αυτές οι 8 λέξεις δεν είναι ελληνικές, όπως φανταζόσουν
- 20 λέξεις που γεννήθηκαν από την πένα του Σαίξπηρ
- 9 λέξεις που πρέπει να εγκαταλείψεις αν θες να ακούγεσαι πιο έξυπνος
- Πότε βάζουμε δύο τόνους στις λέξεις;
- 8 λέξεις που μόνο οι γνώστες γράφουν αλάνθαστα
- Οι 6 ελληνικές λέξεις που δεν μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες