Κική Δημουλά ποίηματα

10 ποιήματα της Κικής Δημουλά που υπερπαρέχονται στον κόσμο μας

Η Κική Δημουλά, μια φωτεινή προσωπικότητα της ελληνικής ποίησης, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στο λογοτεχνικό τοπίο, αποτελώντας έναν λαμπερό φάρο της δεύτερης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς.

Αυτή η επιφανής ποιήτρια όχι μόνο συγκέντρωσε ευρεία αναγνώριση, αλλά περιβλήθηκε από τη ζεστή αγκαλιά τόσο των φανατικών αναγνωστών όσο και των απαιτητικών κριτικών. Οι επαίνους που έλαβε ήταν τόσοι πολλοί όσοι και τα αστέρια που κοσμούν τον νυχτερινό ουρανό. Τον Μάρτιο του 2010, η Association Capitale Européenne des Littératures της απένειμε ένα σημαντικό βραβείο κύρους και ανέβηκε ακόμη περισσότερο στα λογοτεχνικά κλιμάκια με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. Το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης κοσμούσε τη συλλογή της “Το λίγο του κόσμου”, ενώ το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης κοσμούσε το έργο της “Χαίρε ποτέ”. Το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών την τίμησε για τη συλλογή “Η εφηβεία της λήθης”, εδραιώνοντας τη θέση της ως φωστήρα.

Η έκταση της ποιητικής της δεινότητας γίνεται φανερή στο πολύγλωσσο μωσαϊκό που έπλεξε. Οι στίχοι της, σαν αιθέριες μελωδίες, ξεπέρασαν τα γλωσσικά εμπόδια, αντηχώντας στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά, πολωνικά, βουλγαρικά, γερμανικά και σουηδικά. Είναι αξιοσημείωτο ότι χάραξε το όνομά της στην ιστορία, καθώς έγινε η τρίτη γυναίκα, ακολουθώντας τα βήματα της Γαλάτειας Σαράντη και της Αγγελικής Λαΐου, που ανέβηκε στην αξιοσέβαστη Έδρα των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών.

Η κληρονομιά της Κικής Δημουλά δεν είναι απλώς μια ηχώ του παρελθόντος, αλλά μια συμφωνία που συνεχίζει να αντηχεί πέρα από τα σύνορα, υπερβαίνοντας χρόνο και γλώσσα, συμπυκνώνοντας τη διαχρονική ουσία της ποιητικής της λάμψης.

Ποιητική ζωή δεν υπάρχει. Κι’ αυτό ακριβώς είναι μια από τις αμέτρητες ελλείψεις που προσπαθεί να θεραπεύσει, να συγκαλύψει η ποίηση.(Κική Δημουλα)

 

5 ποιήματα του Καβάφη που ενδύουν τις αισθήσεις μας

 

10 ποίηματα της Κικής Δημουλά

Ο πληθυντικός αριθμός

Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.

Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.

Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)

Ασυμβίβαστα

Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
ἀτέλειωτα μένουν.

Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,
φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.

Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ ἀποτελειώνω.

Συμπληγάδες συγκρίσεις

Περιμένω. Σὲ φουαγιὲ θεάτρου.
Ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει ἡ παράσταση
βλέπω τί παίζεται πλαγίως
ἐντὸς ἐνυδρείου ποὺ διασκεδάζει
τὴν ἀναμονή.

Τετράγωνο περίπου σὰν κουτὶ
παπουτσιῶν στὸ νούμερο τῆς ὑπερβολῆς.
Σὲ γωνία σφηνωμένο γιὰ νὰ γεύονται
διπλὴ ἀσφυξία οἱ τοῖχοι.

Μικρὰ ψαράκια ὅσο τὸ χρυσαφὶ τοῦ ἥλιου
ἐπάνω σὲ χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τὰ κυνηγᾷ.
Νᾶνος βυθός. Τὸν γαργαλάει εὔκολα
μὲ τὰ κοντά της δαχτυλάκια ἡ ἐπιφάνεια.

Συνθλίβεται ἡ πλεύση συχνὰ
στὶς συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εὕρημα στεριανό.

Κάθε τόσο ἀγωγὸς κρυμμένος στέλνει
βίαιο ἀέρα φουρτουνιάζει κάπως ἡ ἀνία
φύκια ξεμαλλιάζονται μὲ πλαστικὸν
ὀλοφυρμό. Γιὰ λίγο
καταποντίζεται ἡ ὁρατότης. Ὥσπου
μισοπνιγμένη τὴν τραβᾶνε κατὰ πάνω
κάτι φυσαλίδες ὀξυγόνου μικρὲς
σὰν καρφίτσας κεφαλάκι ποὺ βγαίνουν
ἀπὸ τῶν ματιῶν μου τὴ λιγοστὴ φιάλη.

Τί λυπᾶσαι, χρυσόψαρα εἶναι
οὔτε ποὺ γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.

Καὶ μεῖς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
Κι ὅμως τὸ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ διόλου.

Διάλογος ανάμεσα σε εμένα και σε ‘μενα

Σοῦ εἶπα:
– Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
– Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.

Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.

Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.

Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.

Έρεβος

Σκύβοντας πάνω
ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τὴ συσκότιση
στίχους ἰσχνοὺς θὰ ἐπιδείξω
ἀποκλεισμένους ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.

Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,
θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος
τίποτε δὲν θὰ λέει.
Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενους
θὰ κλαίει.

Μια μετέωρη κυρία

Βρέχει…
Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴ
μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτος
κι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴ
σὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή.

Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή,
βαριὲς πατημασιὲς καημοῦ
τὸν βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει…

Κι ὅλο ἀλλάζει στάση,
σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της,
ἕνα ἀνυπέρβλητο,
νά ῾χει σταθεῖ
μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει.

Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμα
παίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς
―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει―
ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη.

Κοιτάζει…
Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελα
τὰ δίνει στὴ βροχὴ
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκη
γιὰ πράγματα χειροπιαστά.

Κοιτάζει…
Καί, ξαφνικά,
σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι»,
κάνει νὰ πάει μέσα.
Ποῦ μέσα ―
μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴ
καὶ μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.

(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)

Η περιφραστική πέτρα

Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.

Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».

Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.

Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.

Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

 

Οι αποδημητικές καλημέρες

Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.

Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.

Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ἦρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.

Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.

Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.

Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.

Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.

Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.

Πέρασα

Περπατῶ καὶ νυχτώνει.
Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.
Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.
Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.

Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων
μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.
Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες μὲ βροχή,
ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ
τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο
ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,
ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων
ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει
κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.

Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια
καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.

Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.
Τὰ τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.
Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα
καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.

Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.

Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.

Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.

Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.

Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.

Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ…
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.

Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.

Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.

Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.
Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.
Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,
σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι
ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,
κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ
στὰ ξεροπόταμα
καὶ παρασύρθηκα.

Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.

Παρανομίες

Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.

Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.

Ἐκεῖ συμβαίνω.

Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.

Καὶ διαψεύδομαι.

Διαβάστε περισσότερα ποιήματα:

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr