Στις 27 Ιανουαρίου 1976, μια μακρά συνεδρίαση στο κτίριο του Υπουργείου Παιδείας ολοκληρώνεται με μια ιστορική απόφαση: η δημοτική γλώσσα γίνεται η μοναδική γλώσσα διδασκαλίας σε όλα τα επίπεδα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Μπαμπινιώτης: Να καταργηθούν οι Πανελλήνιες – Άδικες και απάνθρωπες
Την επόμενη ημέρα, οι τίτλοι των εφημερίδων γράφουν: «Έληξε ο διχασμός»;
Στην ιστορική αυτή συνεδρίαση προήδρευε ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ενώ συμμετείχαν ο υπουργός και οι υφυπουργοί Παιδείας, πρυτάνεις πανεπιστημίων, ακαδημαϊκοί και πρόεδροι εκπαιδευτικών σωματείων. Επίσης, παρίστατο και ο βουλευτής Επικρατείας της ΕΚΝΔ, Ευάγγελος Παπανούτσος, ο οποίος λίγο πριν τη χούντα είχε εισηγηθεί τη μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που εφάρμοσε η κυβέρνηση Παπανδρέου.
Το γλωσσικό ζήτημα αποτελούσε μόνο ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στη διαβούλευση. Κεντρικό θέμα αποτελούσε το εκπαιδευτικό σύστημα και οι προβληματισμοί που παρουσίαζε. Ωστόσο, η κατάργηση της καθαρεύουσας έλαβε τη μεγαλύτερη προσοχή από την ελληνική κοινωνία, όπως ήταν αναμενόμενο. Συγκεκριμένα, η απόφαση περιελάμβανε την ανάγκη επανασυγγραφής όλων των σχολικών βιβλίων στη δημοτική γλώσσα, ενώ ακόμα και τα κείμενα των αρχαίων φιλοσόφων στο γυμνάσιο θα διδάσκονταν πλέον μόνο μέσω μεταφράσεων.
Οι συντηρητικοί εξέφρασαν έντονη αντίθεση σε αυτήν την αλλαγή. Αντίθετα, οι δημοτικιστές, που αποτελούσαν πλέον την πλειονότητα των Ελλήνων, υποδέχτηκαν τη μεταρρύθμιση με ενθουσιασμό. Όπως δήλωσε ο υπουργός Παιδείας Γεώργιος Ράλλης στην ομιλία του στη Βουλή:
«Καθαρεύουσα και δημοτική είναι γνήσια τέκνα της Αρχαίας Ελληνικής. Η καθαρεύουσα όμως, σαν πρωτότοκη απεβίωσε. Και σήμερα, με το νομοσχέδιο υπογράφουμε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της».
Η απόφαση να εκσυγχρονιστεί το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ήρθε ξαφνικά. Πριν από έναν χρόνο και μισό, όταν η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την κυβέρνηση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε δηλώσει ότι η εξωτερική πολιτική και η παιδεία θα ήταν προτεραιότητες. Ένας βασικός στόχος ήταν η αναβάθμιση της γλώσσας, καθώς αυτή αποτελούσε θεμέλιο της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας. Η ανάγκη επίλυσης του ζητήματος της κοινωνικής διγλωσσίας που ταλάνιζε τους Έλληνες εδώ και δεκαετίες ήταν επίσης κρίσιμη για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος. Η αλλαγή στην εκπαιδευτική διαδικασία για να γίνει η δημοτική επίσημη γλώσσα ήταν μόνο η αρχή. Η μετάβαση θα γινόταν σταδιακά.
Το νομοσχέδιο έλεγε ότι «ως νεοελληνική γλώσσα νοείται η διαμορφωθείσα εις πανελλήνιον εκφραστικόν όργανον υπό του ελληνικού λαού και των δοκίμων συγραφέων του Έθνους Δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων» και είχε γραφτεί στην καθαρεύουσα.
Όπως εξήγησε ξανά ο υπουργός Παιδείας, η χρήση της δημοτικής σε ορισμένους τομείς όπως τα νομικά κείμενα, που παραδοσιακά γράφονταν στην καθαρεύουσα, θεωρήθηκε ακόμα πρόωρη. Το ίδιο ίσχυε και για το θέμα της κατάργησης του πολυτονικού:
«Δεν έχει ωριμάσει ακόμα ο καιρός γι’ αυτό».
Τελικά, το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για συζήτηση στο Κοινοβούλιο στις 7 Απριλίου του 1976. Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης το υποστήριξαν, εκτός από το ΚΚΕ που το απέρριψε για ταξικούς λόγους. Αυτοί οι λόγοι κυρίως εστίαζαν στις υπόλοιπες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που περιείχε το νομοσχέδιο.
O Ευάγγελος Παπανούτσος εντύπωσε αυτά τα ιστορικά λόγια:
«Γλώσσα δεν είναι οι λέξεις. Είναι η δομή, το φραστικό κτίσιμο, το οποίο στηρίζεται στη γραμματική και το συντακτικό. Αν η γραμματική και το συντακτικό είναι της δημοτικής, βάλτε όποιες λέξεις θέλετε, η γλώσσα θα είναι δημοτική. Και αντίστροφα. Τις ξένες λέξεις δεν μπορούμε να τις ελέγξουμε. Οι υγιείς πολιτισμοί δεν φοβούνται τις ξένες λέξεις».
Το σχολικό έτος 1976-1977 αντιπροσώπευε την πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους όπου τα μαθήματα στα σχολεία διδάσκονταν αποκλειστικά στη δημοτική γλώσσα. Έξι χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1982, καταργήθηκε και το πολυτονικό σύστημα γραφής. Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση, οι αντιδράσεις ήταν πολύ εντονότερες.
Πώς πέθαναν 19 θρυλικές μορφές της Αρχαίας Ελλάδας και τι τις συνδέει;