Οι διαπιστώσεις του Κάφκα για την οικογένεια γυρίζουν πάντα από το ίδιο κεντρικό νόημα: τη μοναξιά.
Ο Κάφκα προσέγγιζε τις οικογενειακές σχέσεις μέσα από τις βιωματικές του αποθήκες που βρίθουν αρνητικά συναισθήματα: απογοήτευση, μοναξιά, κενότητα. Αν και παραμένει λυπηρή μια περιγραφή σαν κι αυτή δεν παύει να αφορά ακόμη και σήμερα ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας.
Παιδιά που αγωνιούν για την αποδοχή των γονιών και γονείς που παλεύουν με το τέρας της αποσύνδεσης. Ας μελετήσουμε βαθύτερα το παρακάτω απόσπασμα του Κάφκα.
Φραντς Κάφκα, Τα ημερολόγια-Α’: 1910-1913.(Mτφ. Αγγέλα Βερυκοκάκη, εκδ: Εξάντας)
19 Ιανουαρίου (1911).
(…) Μια φορά σκόπευα να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου συγκρούονταν δυο αδερφοί κι ο ένας τους πήγαινε στην Αμερική, ενώ ο άλλος έμενε σε μια ευρωπαϊκή φυλακή. Έγραψα απλώς μερικές αράδες εδώ κι εκεί, γιατί είχε αρχίσει αμέσως να με κουράζει.
Έτσι κάποτε, μια Κυριακή απόγευμα, που είχαμε πάει επίσκεψη στον παππού και στη γιαγιά και είχαμε φάει ένα ιδιαίτερα μαλακό ψωμί, όπως το συνήθιζαν εκεί, αλειμμένο με βούτυρο, έγραψα κάτι για τη φυλακή μου.
Είναι πιθανό ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος το έκανα από ματαιοδοξία και ότι, σπρώχνοντας το χαρτί πάνω στο τραπεζομάντηλο, χτυπώντας το μολύβι στο τραπέζι, κοιτάζοντας ένα γύρο κάτω απ’ το φως της λάμπας, ήθελα να κάνω κάποιον να μου πάρει το γραφτό, να το κοιτάξει και να με θαυμάσει.
Στις λίγες εκείνες γραμμές περιγραφόταν κυρίως ο διάδρομος της φυλακής, ιδιαίτερα η ησυχία και το κρύο του· αναφέρονταν ακόμα μερικά λόγια συμπόνιας για τον αδερφό που είχε μείνει πίσω, γιατί αυτός ήταν ο καλός αδερφός.
Ίσως είχα μια στιγμιαία αίσθηση της ασημαντότητας της περιγραφής μου, μόνο που πριν από ‘κείνο το απόγευμα δεν έδινα πολλή προσοχή σε τέτοια αισθήματα όταν καθόμουν μαζί με τους συγγενείς μου, που τους είχα συνηθίσει (η δειλία μου ήταν τόσο μεγάλη ώστε το συνηθισμένο μ’ έκανε σχεδόν ευτυχισμένο), γύρω από το στρογγυλό τραπέζι στο γνωστό δωμάτιο, και δεν μπορούσα να ξεχάσω ότι ήμουν νέος κι ότι, μέσα από τούτη τη σημερινή ησυχία, προοριζόμουν για μεγάλα πράγματα.
Ένας θείος μου, που του άρεσε να κοροϊδεύει, μου πήρε τέλος το χαρτί, που το κρατούσα πολύ χαλαρά, του έριξε μια ματιά, μου το ξανάδωσε χωρίς καν να γελάσει, κι είπε στους άλλους που τον παρακολουθούσαν με τα μάτια: «τα συνηθισμένα», σε μένα δεν είπε τίποτα.
Εγώ έμεινα καθισμένος κι έσκυβα όπως πριν πάνω από το άχρηστο τώρα χαρτί μου, όμως στην πραγματικότητα είχα με μια σπρωξιά αποκλειστεί από την ομήγυρη, η κρίση του θείου επαναλαμβανόταν μέσα μου με σχεδόν ήδη πραγματική σημασία, κι ακόμα και μέσα στην αίσθηση της οικογένειας απόκτησα μια ενόραση του ψυχρού χώρου του κόσμου μας, που έπρεπε να τον ζεστάνω με μια φωτιά, που έπρεπε πρώτα να τη βρω.
Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα – λογοτεχνικούς θησαυρούς που αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες:
Τα αποσπάσματα του Νίκου Καζαντζάκη από τον Γκρέκο στέκουν ακόμη αγέρωχα
Τί είναι ο έρωτας για την Κική Δημουλά; Τα ομορφότερα αποσπάσματά της
Οι λύσεις της δέσμευσης από τον Μπουκάι: «Το να μην εγκαταλείπεις κάτι είναι θάνατος..»
Ρένος Αποστολίδης: «υπάρχουν παντού οι άξιοι…οι άνθρωποι – και να τους βρήτε, να τους βρούμε»
Κάφκα: «Συχνά το συλλογίζομαι… ότι η ανατροφή μου μ’ έβλαψε πολύ»
Κατερίνα Γώγου: «Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε»
Έρμαν Έσσε: «Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα της γέννησής μας»
Όταν ο Γιάλομ δεν ξεχνιέται: «πάρτο απόφαση το παρελθόν σου δε θα γίνει καλύτερο»
Χένρι Ντέιβιντ Θορώ: «Η επιτυχία συνήθως βρίσκει αυτούς που είναι πολύ απασχολημένοι για να…»