Τo βιβλίο του Φερνάντο Πεσσόα, ένα βιβλίο που αναπνέει ανησυχία.
Ο Φερνάντο Πεσσόα, ο δάσκαλος των κατακερματισμένων ταυτοτήτων, ο ποιητής που έκανε τη λογοτεχνική τέχνη άφησε πίσω του λέξεις που αντηχούν ακόμη στο μυαλό ανήσυχων ψυχών.
Τα έργα του δεν είναι απλώς ποίηση η φιλοσοφία είναι υπαρξιακά σταυροδρόμια, όπου κάθε σκέψη είναι μια πόρτα που οδηγεί στο άγνωστο.
Ο Πεσσόα διερευνά:
- Το αβάσταχτο βάρος της αυτογνωσίας: Πώς ζει κανείς γνωρίζοντας ότι η ύπαρξη είναι ένα παράδοξο.
- Η τέχνη της προσποίησης: Αν είμαστε όλοι ηθοποιοί ποιον ρόλο παίζουμε πραγματικά;
- Η μοναξιά της σκέψης: Είναι ο στοχασμός δώρο ή κατάρα;
- Ο φόβος της πραγματικότητας: Είναι ο κόσμος που βλέπουμε ο κόσμος όπως είναι ή απλώς μια κατασκευή του μυαλού;
(Διαβάστε τα αποφθέγματά του παρακάτω)
Άλμπερ Καμύ: «Ανάμεσα στη δικαιοσύνη σας και τη μάνα μου, προτιμώ ….»
5 αποφθέγματα του Φερνάντο Πεσσόα – Τι βιβλίο της Ανησυχίας.
1.«Η ψυχή μου είναι ανυπόμονη με τον εαυτό της, όπως με ένα ενοχλητικό παιδί- η ανησυχία της μεγαλώνει συνεχώς και είναι για πάντα η ίδια. Τα πάντα με ενδιαφέρουν, αλλά τίποτα δεν με κρατάει. Ασχολούμαι με τα πάντα, ονειροπολώντας όλη την ώρα. […]. Είμαι δύο, και τα δύο κρατούν την απόστασή τους – σιαμαία δίδυμα που δεν είναι δεμένα».
2.«Υπάρχουν πλοία που πλέουν σε πολλά λιμάνια, αλλά ούτε ένα δεν πηγαίνει εκεί που η ζωή δεν είναι οδυνηρή».
3.«Δεν αγαπάμε ποτέ κανέναν. Αυτό που αγαπάμε είναι η ιδέα που έχουμε για κάποιον. Είναι η δική μας ιδέα – ο ίδιος μας ο εαυτός – που αγαπάμε».
4.«Το παρελθόν μου είναι όλα όσα απέτυχα να γίνω».
5.«Είχα ξυπνήσει νωρίς και άργησα πολύ να ετοιμαστώ να υπάρξω».
Φερνάντο Πεσσόα – Το βιβλίο της ανησυχίας
Δεν είναι οι σάπιοι τοίχοι του φτηνού μου δωματίου ούτε τα παλιά τραπέζια αυτού του γραφείου ούτε η φτώχεια των παρόδων της συνηθισμένης Κάτω Πόλης, που τις έχω τόσο πολύ διατρέξει, ώστε να μου φαίνεται πια πως έχουν ιδιοποιηθεί την ακινησία του ανεπανόρθωτου, δεν είναι αυτά που φέρνουν στο πνεύμα μου μια συχνή ναυτία, γεννημένη μέσα στην παρακμάζουσα καθημερινότητα της ζωής.
Είναι οι άνθρωποι που συνήθως με περιβάλλουν, είναι οι ψυχές που, αγνοώντας με, με γνωρίζουν από τις καθημερινές κουβέντες και τη συναναστροφή, αυτό είναι που δένει στο λαιμό μου αυτόν τον σιελώδη κόμπο φυσικής αηδίας.
Κι είναι αυτή η αισχρή μονοτονία της ζωής τους, παράλληλη προς την εξωτερική εικόνα της δικής μου ζωής, κι η μύχια αίσθησή τους πως είμαι όμοιος τους, που με ντύνει με τη στολή του κάτεργου, που με χώνει στο κελί του σωφρονιστηρίου, που με καθιστά απόκρυφο και ζητιάνο.
Υπάρχουν στιγμές που κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητας με ενδιαφέρει για την ίδια της την ύπαρξη κι έχω για τα πάντα την έγνοια να μάθω να τα διαβάζω όλα καθαρά. Τότε βλέπω —όπως αναφέρει ο Βιέιρα* για τον ήρωά του Σόζα— το κοινό στη μοναδικότητά του, και γίνομαι ποιητής με την ψυχή εκείνη, με την οποία η κριτική των Ελλήνων διαμόρφωσε τη διανοούμενη ηλικία της ποίησης.
Υπάρχουν όμως κι άλλες στιγμές, και μια από αυτές με καταδυναστεύει τώρα, που αισθάνομαι εμένα πολύ πιο έντονα από τα εξωτερικά πράγματα, και που όλα αλλάζουν για μένα σε μια νύχτα βροχής και λάσπης, χαμένη στη μοναξιά μιας έρημης αποβάθρας κάποιας βοηθητικής σιδηροδρομικής γραμμής, ανάμεσα σε δυο βαγόνια της τρίτης θέσης.
Ναι, η μυστική μου αρετή να ’μαι συχνά αντικειμενικός, που αποσπά τη σκέψη μου από τον εαυτό μου, υπόκειται, όπως όλες οι αρετές, και όπως άλλωστε και όλες οι κακές συνήθειες, σε πτώσεις της ικανότητας να εξωτερικεύεται. Τότε αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατό να επιζώ του εαυτού μου, πώς αποτολμώ τη δειλία να βρίσκομαι ακόμη εδώ, ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, πώς είναι δυνατό να προσπαθώ να τους μοιάσω, υποταγμένος στα φαντασιόπληκτα σκουπίδια του μυαλού τους.
Έρχονται στο νου μου, με τη λάμψη ενός φάρου μακρινού, όλες οι λύσεις που αποδεικνύουν πως η φαντασία είναι γυναίκα — η αυτοκτονία, η φυγή, η αυταπάρνηση, οι μεγάλες χειρονομίες της αριστοκρατίας του ατομικισμού, ολόκληρο το ιπποτικό μυθιστόρημα των υπάρξεων χωρίς μπαλκόνι.
Όμως η ιδανική Ιουλιέτα κάποιας καλύτερης πραγματικότητας κλείνει στον ομοαίματό μου πλαστό Ρωμαίο το ψηλό παραθύρι της λογοτεχνικής συνέντευξης. Υπακούει στον πατέρα της· κι αυτός υπακούει στον δικό του.
Η ρήξη ανάμεσα στους Μοντέγους και τους Καπουλέτους διαιωνίζεται, η αυλαία πέφτει μπρος από αυτό που δεν συνέβη, κι εγώ γυρίζω σπίτι —σ’ αυτό το δωμάτιο, με τη φρικτή σπιτονοικοκυρά που λείπει, τα παιδιά που βλέπω σπανίως, τους συναδέλφους μου που δεν θα δω πριν από αύριο το πρωί— με το γιακά του υπαλληλικού μου σακακιού σηκωμένο χωρίς προσχήματα στο λαιμό ενός ποιητή, με τις μπότες μου που αγοράζω πάντα από το ίδιο μαγαζί’ γυρίζω αποφεύγοντας ασυνείδητα τις λακκούβες από κρύα βροχή, γυρίζω σπίτι ακαθόριστα ενοχλημένος που ξέχασα και πάλι την ομπρέλα μου και την αξιοπρέπεια της ψυχής μου.
Διαβάστε περισσότερα από τη φιλοσοφική πραμάτεια μας.
- Η πιο μελαγχολική φράση του Χέμινγουεϊ και γιατί την κουβαλάμε όλοι;
- Θες επανάσταση; Ξεκίνα από μέσα σου! – Πλάτων: «Είναι αδύνατο να βελτιωθεί ο κόσμος εάν πρώτα …»
- 14 αποφθέγματα του Τενεσί Ουίλιαμς που περιγράφουν τη σύγχρονη ζωή μας: «Έχεις σκεφτεί πότε ότι η ζωή είναι όλη μία
- Ένα μυαλό πιο μπροστά από την εποχή του – Ισαάκ Ασίμωφ: «Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ο κόσμος…»
- Μετά από είκοσι χρόνια γάμου γιατί να μιλήσεις; Ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Σάγκι Μπέιν» που πονάει
- Μάρω Βαμβουνάκη: «Υπάρχουν πλάσματα τόσο καθαρά που μας φτιάχνουν…»
- Ο Ουμπέρτο Έκο ήξερε τι έρχεται: «έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που…»
- Λιαντίνης: Εάν αγαπάς τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό σου είσαι…»
- 12 αποφθέγματα του Χαρούκι Μουρακάμι: «Ο άνθρωπος αλλάζει όταν…»