Η “Φάρμα των Ζώων” του Τζωρτζ Όργουελ, που δημοσιεύτηκε το 1945, είναι μια ισχυρή αλληγορική νουβέλα που λειτουργεί ως καυστική κριτική του ολοκληρωτισμού και της διαφθοράς της εξουσίας.
Η ιστορία που διαδραματίζεται σε μια φάρμα, ξεκινά με τα ζώα να ανατρέπουν τον καταπιεστικό αγρότη τους, μόνο και μόνο για να εγκαθιδρύσουν το δικό τους καθεστώς, με επικεφαλής τα γουρούνια. Τα γουρούνια, που συμβολίζουν την άρχουσα τάξη, σταδιακά προδίδουν τα επαναστατικά τους ιδανικά, καταδεικνύοντας πώς η εξουσία μπορεί να διαφθείρει ακόμη και τις πιο ευγενείς προθέσεις. Μέσα από ζωντανούς ζωώδεις χαρακτήρες και μια απλή, προσιτή αφήγηση, ο Όργουελ διερευνά αριστοτεχνικά θέματα προπαγάνδας, χειραγώγησης και την κυκλική φύση της καταπίεσης. Η “Φάρμα των Ζώων” παραμένει ένα διαχρονικό και προκλητικό σχόλιο για την πολυπλοκότητα των πολιτικών συστημάτων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Τζωρτζ Όργουελ – 1984: 20 αποφθέγματα απ’ το δυστοπικό όραμα ενός συγγραφέα
Απόσπασμα: Τζώρτζ Όργουελ, Η φάρμα των ζώων, μτφ. Κυριάκος Ντελόπουλος, Γράμματα, Αθήνα 1982.
«Πόσο μόχθησαν και ιδρωκόπησαν μέχρι να συλλέξουν το σανό! Οι προσπάθειές τους όμως ανταμείφτηκαν: η σοδειά ήταν πολύ πιο μεγάλη απ’ όσο ελπίζανε.
Ήταν φορές που η δουλειά ήταν σκληρή. Τα εργαλεία είχαν σχεδιαστεί να χρησιμοποιούνται απ’ τους ανθρώπους κι όχι απ’ τα ζώα. Έτσι τα εμπόδια ήταν μεγάλα επειδή κανένα ζώο δεν ήταν σε θέση να μεταχειριστεί ένα εργαλείο που απαιτούσε όρθια στάση. Τα γουρούνια όμως ήταν τόσο ξύπνια που κάθε δυσκολία κατάφερναν να την ξεπερνούν. Όσο για τ’ άλογα, γνώριζαν κάθε σπιθαμή του χωραφιού και την τέχνη να θερίζουν και να δικρανίζουν πολύ καλύτερα από τον Τζόουνς και τους ανθρώπους του. Τα γουρούνια στην πραγματικότητα Δε δούλευαν αλλά διεύθυναν και καθοδηγούσαν τ’ άλλα. Με τις ανώτερες γνώσεις που είχαν, ήταν φυσικό πως θα έπαιρναν στα χέρια τους την εξουσία. Ο Μπόξερ και η Κλόβερ ζεύτηκαν τη θεριστική μηχανή και την τσουγκράνα (για γκέμια και χαλινάρια βέβαια τώρα Δε γινόταν λόγος), και περιέτρεχαν το χωράφι μ’ ένα γουρούνι ξοπίσω τους που τους φώναζε: «Άιντε, σύντροφοι!» ή «Έι, σταματάτε, σύντροφοι!» κατά την περίσταση. Και κάθε ζώο, μέχρι το πιο τιποτένιο δούλευε στο θημώνιασμα και το μάζεμα του σανού. Ώς και οι πάπιες κι οι κότες πηγαινοέρχονταν όλη μέρα κάτω απ΄ το λιοπύρι κουβαλώντας μικρούτσικα χερόβολα σανό με τα ράμφη τους. Στο τέλος κατάφεραν να ξεμπερδέψουν με το θέρισμα δυο μέρες νωρίτερα απ’ όσο έκαναν συνήθως ο Τζόουνς και οι άνθρωποί του. Κι όμως, η σοδειά ήταν η μεγαλύτερη απ’ όσες είχε γνωρίσει ποτέ η φάρμα. Δεν έγινε καμιά σπατάλη. Οι κότες και οι πάπιες με τη διαπεραστική ματιά τους μάζεψαν ώς και το τελευταίο αχυράκι. Από τα ζώα της φάρμας κανένα δεν έκλεψε ούτε μια μπουκιά.
Όλο εκείνο το καλοκαίρι οι δουλειές της φάρμας πήγανε ρολόι. Τα ζώα ήταν ευτυχισμένα όσο ποτέ δεν είχαν ονειρευτεί. Κάθε μπουκιά που έβαζαν στο στόμα τους ήταν μια αληθινή απόλαυση αφού το φαΐ ήταν αναντίρρητα κατάδικό τους, δικής τους παραγωγής και για δική τους κατανάλωση, και δεν τους το είχε μοιράσει εκείνο το ανάποδο αφεντικό τους. Με τα ανάξια παρασιτικά ανθρώπινα όντα διωγμένα, το φαΐ ήταν πιο πολύ για όλους. Η καλοπέραση περίσσευε κι αυτή, μολονότι τα ζώα δεν ήταν και πολύ έμπειρα σ’ αυτήν. Από δυσκολίες συνάντησαν πολλές. Όπως να πούμε, όταν καθώς προχώρησε η χρονιά και θέρισαν το σιτάρι, αναγκάστηκαν να το αλωνίσουν με το παλιό σύστημα και να το λιχνίσουν· φυσώντας το με το στόμα, γιατί η φάρμα Δε διέθετε αλωνιστική μηχανή. Τα τετραπέρατα όμως γουρούνια και ο Μπόξερ με τα τρομερά του μούσκλια κατάφερναν πάντοτε να ξεπερνούν τις δυσκολίες. Τον Μπόξερ τον θαύμαζαν όλοι, απ’ τον καιρό ακόμη του Τζόουνς. Ήταν καλός δουλευτής, τώρα όμως είχε φτάσει να κάνει για τρία άλογα κι όχι για ένα. Ήταν μέρες που όλη η δουλειά της φάρμας έπεφτε στους γερούς του ώμους. Απ’ τα χαράματα ώς το σούρουπο έσπρωχνε, τράβαγε και ήταν παρών σε κάθε σημείο που υπήρχε βαριά δουλειά. Είχε συμφωνήσει μ’ ένα από τα πετεινάρια να τον ξυπνάει το πρωί μισή ώρα νωρίτερα απ’ τους άλλους για να δουλεύει εθελοντικά εκεί που υπήρχε πιο πολλή ανάγκη, και προτού ν’ αρχίσει η κανονική δουλειά της ημέρας. Η στάση του σε κάθε πρόβλημα και αναποδιά ήταν «θα δουλέψω πιο σκληρά», που αποτελούσε και το προσωπικό του σύνθημα.
Αλλά κι όλοι οι άλλοι δούλευαν σύμφωνα με τις ικανότητές τους. Οι κότες και οι πάπιες, για παράδειγμα, μάζεψαν πέντε μόδια σιτάρι κατά το θέρισμα που συγκέντρωσαν από τα κλωνιά που είχαν πέσει στο χώμα. Κανείς δεν έκλεβε, κανείς Δε μουρμούριζε για τη μερίδα του. Οι καβγάδες κι οι δαγκωνιές, οι ζηλοφθονίες που ήταν συνηθισμένα καμώματα της ζωής που πέρασε, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Κανείς δεν έκανε ζαβολιές ή καλύτερα, σχεδόν κανένας. Η Μόλη, για να πούμε τη αλήθεια, δεν τα κατάφερνε να σηκώνεται νωρίς το πρωί, κι έβρισκε τρόπους ν’ αφήνει τη δουλειά της στη μέση λέγοντας πως είχε μπει στην οπλή της κάποιο λιθάρι. Αλλά και της γάτας η συμπεριφορά ήταν κάπως παράξενη. Παρατηρήθηκε πως κάθε φορά που ήταν να γίνει κάποια δουλειά, γινόταν άφαντη. Ήταν ικανή να χαθεί για ώρες και στο τέλος να κάνει την εμφάνισή της την ώρα του φαγητού ή το σούρουπο, όταν πια είχαν τελειώσει οι δουλειές, Σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Έβρισκε όμως κάτι δικαιολογίες κι άρχιζε ένα τόσο τρυφερό γούρ-γούρ που ήταν αδύνατο να μην πιστέψεις την καλή της διάθεση. Ο γερο-Βενιαμίν, ο γαϊδαράκος από τον καιρό της Επανάστασης δεν έδειχνε να ‘χει αλλάξει καθόλου. Έκανε τη δουλειά του με τον ίδιο βραδύ ρυθμό και το ίδιο πείσμα όπως και τον καιρό του Τζόουνς, χωρίς ν’ αποφεύγει τίποτα, αλλά και χωρίς να πηγαίνει γυρεύοντας για παραπάνω δουλειές. Σχετικά με την Επανάσταση και τα επακόλουθά της Δε διατύπωνε καμιά κρίση. Όταν τον ρωτούσαν αν ήταν πιο ευτυχής τώρα που ο Τζόουνς ήταν φευγάτος, αποκρινόταν μ’ ένα: «Τα γαϊδούρια ζούνε πολλά χρόνια. Κανένας σας δεν είδε ποτέ ψόφιο γαϊδούρι» και τ’ άλλα ζώα έπρεπε ν’ αρκεστούν σ’ αυτή την αινιγματική απόκριση.
Τις Κυριακές είχαν σχόλη. Το κολατσιό το παίρνανε μια ώρα αργότερα από το κανονικό και κατόπιν έκαναν τελετή που την παρακολουθούσαν κάθε εβδομάδα απαραίτητα. Πρώτα γινόταν η έπαρση της σημαίας. Ο Χιονάτος είχε βρει στο δωμάτιο με τις σαγές ένα παλιό πράσινο τραπεζομάντιλο της κυρα-Τζόουνς πάνω στο οποίο είχε ζωγραφίσει με άσπρη μπογιά μια οπλή κι ένα κέρατο. Την ανέβαζαν κάθε Κυριακή πρωί στον ιστό που βρισκόταν στον κήπο. Το πράσινο χρώμα της σημαίας, εξηγούσε ο Χιονάτος, παρίστανε τα λιβάδια της Αγγλίας και η οπλή με το κέρατο συμβόλιζαν τη μελλούμενη Δημοκρατία των Ζώων όταν πια το γένος των ανθρώπων θα ‘χε ανατραπεί. Μετά από την έπαρση της σημαίας όλα τα ζώα σε παράταξη κατευθύνονταν στη μεγάλη σιταποθήκη για τη γενική τους συνέλευση που την ονόμαζαν Συγκέντρωση. Στη διάρκειά της προγραμμάτιζαν τις δουλειές της ερχόμενης βδομάδας και συζητούσαν τις προτάσεις που υποβάλλονταν. Τις προτάσεις τις έκαναν πάντοτε τα γουρούνια. Τα άλλα ζώα καταλάβαιναν πώς να ψηφίζουν μα το μυαλό τους δεν κατέβαζε καμιά ιδέα. Στις συζητήσεις οι πιο δραστήριοι ήταν ο Χιονάτος και ο Ναπολέων. Παρατηρήθηκε όμως πως οι δυο τους δεν συμφωνούσαν ποτέ. Όποια εισήγηση κι αν έκανε ο ένας, ο άλλος αμέσως έπαιρνε αντίθετη θέση. Ακόμα κι όταν αποφασίστηκε —πράγμα για το οποίο δεν είχε κανείς αντίρρηση— το θέμα να ορίσουν το λιβαδάκι πίσω απ’ το περιβόλι ως τόπο που θα αναπαύονταν τ’ απόμαχα ζώα, σηκώθηκε θυελλώδης αντιγνωμία γύρω από το σωστό όριο ηλικίας κάθε ζώου. Η Συγκέντρωση τέλειωνε πάντα με τα «Ζώα της Αγγλίας», και το απόγευμα ήταν αφιερωμένο στην ψυχαγωγία.
Τα γουρούνια είχαν μετατρέψει το καμαράκι με τις σαγές σε αρχηγείο τους. Εκεί μέσα κάθε βράδυ μελετούσαν σιδηρουργία, ξυλουργική κι άλλες τέχνες από βιβλία που είχαν πάρει από το σπίτι. Εξάλλου ο Χιονάτος καταγινόταν να οργανώσει τα άλλα ζώα σε Επιτροπές, όπως τις έλεγε κι ήταν ακαταπόνητος. Συγκρότησε την «Επιτροπή Παραγωγής Αβγών» για τις κότες, το «Σύνδεσμο των Καθαρών Ουρών» για τις αγελάδες, την «Αναμορφωτική Επιτροπή Αγρίων Συντρόφων», με σκοπό την εξημέρωση των ποντικών και των λαγών, το «Λαϊκό Κίνημα του Άσπρου Μαλλιού» για τα πρόβατα κι άλλες ακόμη, χώρια από τη σύσταση τμημάτων ανάγνωσης και γραφής. Στο σύνολό τους τα προγράμματα αυτά σημείωσαν αποτυχία. Η προσπάθεια να εξημερωθούν τα άγρια ζώα π.χ., εξανεμίστηκε σχεδόν στη στιγμή. Εκείνα συνέχισαν να συμπεριφέρονται όπως και πριν, και στην περίπτωση που η μεταχείριση που τους γινόταν είχε κάτι το μεγαλόψυχο, αυτά απλώς την εκμεταλλεύονταν. Η γάτα έγινε μέλος της Αναμορφωτικής Επιτροπής και για μερικές μέρες δείχτηκε πολύ δραστήρια. Μια μέρα την είδαν ανεβασμένη σε μια στέγη να κουβεντιάζει με κάτι σπουργίτια που στέκονταν σε κάποια απόσταση απ’ αυτήν. Τους έλεγε πως τώρα πια όλα τα ζώα είχαν γίνει ένα, και πως όποιο σπουργίτι ήθελε να το διαπιστώσει, δεν είχε παρά να πάει να κουρνιάσει στα πόδια της. Τα σπουργίτια όμως μείνανε στη θέση τους.
Τα τμήματα ανάγνωσης και γραφής αποδείχτηκαν πολύ πετυχημένα. Το φθινόπωρο, κάθε ζώο σχεδόν είχε πάρει κάποια μόρφωση.
Όσο για τα γουρούνια, μπορούσαν πια να διαβάζουν σε ικανοποιητικό βαθμό, αλλά το μόνο που ήθελαν να διαβάζουν ήταν οι Εφτά Εντολές. Η Μύριελ, η κατσίκα, μπορούσε να διαβάσει κάπως καλύτερα από τα σκυλιά και καμιά φορά τα βράδια διάβαζε και στους άλλους αποκόμματα εφημερίδων που έβρισκε στο σωρό με τα σκουπίδια. Ο Βενιαμίν διάβαζε καλά σαν τα γουρούνια αλλά δεν εκμεταλλευόταν την ικανότητά του αυτή. Έλεγε πως, απ’ όσο ήξερε, δεν υπήρχε τίποτα το αξιόλογο για διάβασμα. Η Κλόβερ έμαθε ολόκληρο το αλφάβητο αλλά δεν κατάφερνε να διαβάσει. Ο Μπόξερ δεν προχώρησε πέρα από το Δ. Σκάλιζε στο χώμα με την ποδάρά του το Α, το Β, το Γ και το Δ, και μετά στεκόταν να τα θωρεί με τ’ αφτιά ριγμένα πίσω —καμιά φορά τίναζε και το τσουλούφι του— βάζοντας τα δυνατά του να θυμηθεί ποιο γράμμα είχε σειρά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πότε πότε μάθαινε και το Ε, το Ζ, Η και Θ, μα ώσπου να τα μάθει είχε λησμονήσει το Α, Β, Γ, Δ. Τελικά αποφάσισε να συμβιβαστεί με τα τέσσερα πρώτα γράμματα τα οποία έγραφε μια δυο φορές κάθε μέρα για να φρεσκάρει το μνημονικό του. Η Μόλη Δε δέχτηκε να μάθει παρά τα τέσσερα γράμματα που είχε το όνομά της. Τα σχεδίαζε γουστόζικα με βλασταράκια, τα στόλιζε μετά με λουλούδια κι έκανε γύρω γύρω βόλτες όλο θαυμασμό.
Από τα υπόλοιπα ζώα της φάρμας κανένα δεν πήγε πιο πέρα από το Α. Εξάλλου, τα πιο κουτά, τα πρόβατα, οι κότες, τα παπιά, στάθηκε αδύνατο να αποστηθίσουν και τις Εφτά Εντολές. Έπειτα από βαθιά σκέψη ο Χιονάτος ανακοίνωσε πως οι Εφτά Εντολές θα περιορίζονταν σ’ ένα απλό ρητό, δηλαδή: «Τα τετράποδα είναι καλά, τα δίποδα είναι κακά». Όπως είπε, μέσα σ’ αυτό περιεχόταν η βασική αρχή του Ανιμαλισμού, κι όποιος το έβαζε καλά μέσα του θα ήταν απρόσβλητος στις ανθρώπινες επιδράσεις. Στην αρχή τα πουλιά διατύπωσαν αντιρρήσεις επειδή και κείνα είχαν δυο πόδια, αλλά ο Χιονάτος τα καθησύχασε πως το θέμα δεν ήταν τέτοιο.
— Οι φτερούγες των πουλιών, σύντροφοι, τους είπε, είναι όργανα που χρησιμεύουν στο πέταγμα, δεν είναι όργανα που κάνουν δουλειές. Πρέπει, λοιπόν, να τα θεωρείται σαν πόδια. Τα όργανα που κάνουν τον Άνθρωπο να ξεχωρίζει, είναι τα χέρια. Με τα χέρια κάνει όλο το κακό.
Τα πουλιά δεν πολυκατάλαβαν τα λόγια του Χιονάτου, αλλά δέχτηκαν την ερμηνεία του. Όλα τα ζώα, ακόμη και τα ταπεινότερα, στρώθηκαν να αποστηθίσουν το καινούργιο ρητό. «Τα τετράποδα είναι καλά, τα δίποδα είναι κακά», το οποίο γράφτηκε στον τελευταίο τοίχο της σιταποθήκης, πάνω από τις Εφτά Εντολές και με πιο μεγάλα γράμματα. Τα πρόβατα, από τη στιγμή που έμαθαν το ρητό απέξω, το αγάπησαν τόσο πολύ που κάθε φορά που έβοσκαν στο λιβάδι άρχιζαν όλα μαζί να το βελάζουν: «Τα τετράποδα είναι καλά, τα δίποδα είναι κακά, τα τετράποδα είναι καλά, τα δίποδα είναι κακά!» Αυτό κρατούσε ώρες κι ούτε που τα κούραζε καθόλου.
Ο Ναπολέων δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τις επιτροπές του Χιονάτου. Υποστήριζε πως η αγωγή των νέων ήταν πολύ πιο σπουδαίο ζήτημα απ’ οτιδήποτε άλλο που θα προορίζονταν για τους ηλικιωμένους. Τότε γέννησαν μαζί, η Τζέσι και η Μπλούμπελ εννιά γερά κουταβάκια. Μόλις τ’ απόκοψαν οι μανάδες τους, ο Ναπολέων τα παρέλαβε λέγοντας πως θα αναλάμβανε εκείνος την ευθύνη της ανατροφής τους. Τ’ ανέβασε σ’ ένα πατάρι απ’ όπου μόνο με σκάλα μπορούσες να φτάσεις απ’ τη μεριά του δωματίου με τις σαγές. Εκεί πέρα τα κρατούσε σε τέτοια απομόνωση που έπειτ’ από λίγο όλη η φάρμα είχε ξεχάσει πως υπήρχαν.
Το μυστήριο τί γινόταν το γάλα που εξαφανιζόταν, λύθηκε γρήγορα: κάθε μέρα τα γουρούνια το ανακάτευαν με τα πίτουρά τους. Τα πρώιμα μήλα άρχισαν να ωριμάζουν και να πέφτουν απ’ τα δέντρα γεμίζοντας τον τόπο. Τα ζώα είχαν με το δίκιό τους υπολογίσει πως θα τα μοιράζονταν όλα εξίσου, ώσπου μια μέρα βγήκε διαταγή πως τα φρούτα που έπεφταν από τα δέντρα έπρεπε να συλλεχτούν στο καμαράκι με τις σαγές για χρήση των γουρουνιών. Στο άκουσμα αυτό, μερικά από τ’ άλλα ζώα άρχισαν να μουρμουρίζουν, αλλά Δε βγήκε τίποτα. Στο θέμα αυτό όλα τα γουρούνια ήταν σύμφωνα, ώς και ο Ναπολέων με το Χιονάτο. Έστειλαν τότε το Στριγκλή να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις.
— Σύντροφοι, σήκωσε τη φωνή, υποθέτω πως Δε φαντάζεστε πως εμείς τα γουρούνια το κάνουμε αυτό από πνεύμα εγωισμού ή για λόγους προνομίων. Πολλοί από μας σιχαίνονται και το γάλα και τα μήλα. Ακόμη και εγώ ο ίδιος. Ο μόνος λόγος που τα μαζεύουμε είναι γιατί πρέπει να κοιτάξουμε την υγεία μας. Τόσο το γάλα όσο και τα μήλα —όπως έχει αποδειχτεί κι επιστημονικά, σύντροφοι— περιέχουν συστατικά απολύτως αναγκαία για την καλή κατάσταση ενός γουρουνιού. Εμείς τα γουρούνια κάνουμε διανοητική εργασία. Όλη η διοίκηση και οργάνωση τούτης εδώ της φάρμας εξαρτάται από μας. Μέρα νύχτα φροντίζουμε για σας. Τούτο το γάλα το πίνουμε για το δικό σας καλό, και για τον ίδιο λόγο τρώμε αυτά τα μήλα. Μπορείτε να βάλετε με το μυαλό σας τί θα γινόταν αν εμείς τα γουρούνια παραμελούσαμε το καθήκον μας; Ο Τζόουνς θα γύριζε πίσω! Ναι, ο Τζόουνς θα γύριζε πίσω! Είναι σίγουρο, σύντροφοι, ξεφώνισε ο Στριγκλής πηδώντας απ’ τη μια μεριά στην άλλη και κουνώντας την ουρίτσα του, είναι σίγουρο πως ανάμεσά σας δε βρίσκεται κανείς που θέλει να δει τον Τζόουνς να γυρίζει πίσω.
Αν υπήρχε κάτι για το οποίο τα ζώα ήταν πέρα για πέρα σύμφωνα, ήταν πως δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να βλέπουν τον Τζόουνς να ξαναγυρίζει. Από τη στιγμή που τους τέθηκε το πρόβλημα με τον τρόπο αυτό, δεν είχαν να προσέξουν τίποτα παραπάνω. Η αναγκαιότητα να διαφυλαχτεί η καλή υγεία των γουρουνιών ήταν πέρα από κάθε συζήτηση. Χωρίς άλλες συζητήσεις έγινε δεκτό πως το γάλα και τα μήλα που έπεφταν —καθώς και η κανονική συγκομιδή των μήλων όταν θα ωρίμαζαν— έπρεπε να κρατηθούν για τα γουρούνια.»