Η “Τζέιν Έιρ” στέκεται ως ένα αριστουργηματικό δημιούργημα, μια αφηγηματική συμφωνία με μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Γραμμένο από την απαράμιλλη Σαρλότ Μπροντέ, αυτό το σημαντικό έργο είναι μια εξερεύνηση του ανθρώπινου πνεύματος στην πιο βαθιά και ανθεκτική του μορφή. Καθώς διασχίζουμε τη δαιδαλώδη αφήγηση, συναντάμε έναν πρωταγωνιστή του οποίου η πορεία από την ορφανή αφάνεια στην αυτοπραγμάτωση αποκαλύπτει την αδάμαστη δύναμη της ψυχής.
Κεντρικό θέμα της “Τζέιν Έιρ” είναι το θέμα της αυτογνωσίας και της αναζήτησης της ταυτότητας. Η ακλόνητη αίσθηση του εαυτού της Τζέιν, παρά τις κοινωνικές προσδοκίες και τις προσωπικές δοκιμασίες, αποτελεί θρίαμβο της ατομικότητας.
Τζέιν Έιρ: Το καθηλωτικό ρομάντζο καταπιεσμένων συναισθημάτων και απαγορευμένων επιθυμιών
Η Μπροντέ, μέσα από τη σχολαστική πεζογραφία της, αποκαλύπτει τις εσωτερικές λειτουργίες του μυαλού της Τζέιν, μετατρέποντας το ταξίδι της σε μια υπαρξιακή εξερεύνηση που βρίσκει απήχηση στους αναγνώστες όλων των εποχών.
Το ίδιο το μυθιστόρημα, με την αφήγησή του να έχει τις ρίζες της στην ακλόνητη ηθική πυξίδα της πρωταγωνίστριας και στην προσπάθειά της για προσωπική αυτονομία, παρουσιάζει ένα πνευματικό μωσαϊκό που βρίσκει ανταπόκριση στους αναγνώστες. Εμείς ταξιδέψαμε όταν εισήλθαμε στον κόσμο της και ακόμη να γυρίσουμε από εκέι.
Ας πάρουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα από αυτή την κλασική ιστορία
«Ήταν αδύνατο να βγούμε περίπατο εκείνη τη μέρα..Το πρωί είχαμε πάει, πράγματι, στον γυμνό από φυλλώματα κήπο και τριγυρίσαμε εκεί περίπου μία ώρα. Από την ώρα όμως του μεσημεριανού φαγητού και μετά ο παγωμένος χειμωνιάτικος άνεμος έφερε τόσα μαύρα σύννεφα και τόσο πυκνή βροχή, που δεν υπήρχε καμία πιθανότητα για απογευματινό περίπατο.
Ήμουν για τούτο χαρούμενη. Ποτέ δε μ’ άρεσαν οι μεγάλοι περίπατοι, ιδιαίτερα τα παγερά απομεσήμερα: μου φαινόταν φοβερό να γυρίζω το σούρουπο στο σπίτι με παγωμένα τα δάχτυλα στα χέρια και στα πόδια, την καρδιά πικραμένη από τις κατσάδες της Μπέσι, της νταντάς των παιδιών, και την ψυχή ταπεινωμένη για το παρουσιαστικό μου, που με έκανε να δείχνω παρακατιανή σε σχέση με την Ελάιζα, τον Τζον και την Τζορτζιάνα Ριντ.
Η Ελάιζα, ο Τζον και η Τζορτζιάνα είχαν τώρα μαζευτεί κοντά στη μάνα τους, μέσα στο σαλόνι του Γκέιτσχεντ, στο σπίτι τους. Εκείνη, ξαπλωμένη στον καναπέ, κοντά στη φωτιά, φαινόταν ολότελα ευτυχισμένη με τα λατρεμένα παιδιά της τριγύρω, που για την ώρα ούτε μάλωναν ούτε έκλαιγαν.
Εμένα με είχε αποκλείσει από την παρέα τους. Έλεγε πως λυπόταν που ήταν αναγκασμένη να με κρατά σε απόσταση και πως, μόλις η Μπέσι θα της έλεγε ότι έβαζα τα δυνατά μου να φανώ πιο φιλική και στοργική μαζί τους, πιο φυσική και πιο ανοιχτόκαρδη, θα μου έδινε το δικαίωμα να απολαμβάνω και εγώ τα προνόμια που προορίζονται μόνο για τα ευχαριστημένα, χαρούμενα παιδάκια.
«Μα τι λέει η Μπέσι ότι έχω κάνει;» ρώτησα.
«Τζέιν, δε μ’ αρέσουν οι ερωτήσεις! Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν έτσι στους μεγαλύτερους. Κάθισε κάπου φρόνιμα και, ώσπου να μπορέσεις να μιλήσεις ευχάριστα και λογικά, μείνε σιωπηλή» απάντησε.
Η μικρή τραπεζαρία για το πρωινό βρισκόταν πλάι στο σαλόνι. Τρύπωσα εκεί μέσα. Υπήρχε εκεί μια βιβλιοθήκη. Έψαξα και βρήκα ένα βιβλίο με χρωματιστές εικόνες. Ανέβηκα στο περβάζι του παραθύρου και κάθισα πάνω σταυροπόδι.
Τράβηξα τις κατακόκκινες κουρτίνες και ένιωσα τον εαυτό μου διπλά προφυλαγμένο σ’ εκείνο το καταφύγιο. Οι φαρδιές πιέτες της φανταχτερής κουρτίνας έκρυβαν το καθετί στα δεξιά μου, ενώ μια τζαμαρία στα αριστερά με προστάτευε από τη μελαγχολική μέρα του Νοεμβρίου, χωρίς όμως να μου περιορίζει τη θέα προς τα έξω.
Ανά διαστήματα, καθώς φυλλομετρούσα το βιβλίο μου,παρατηρούσα έξω την όψη που έπαιρνε το χειμωνιάτικο δειλινό. Πέρα μακριά ξεχώριζε μια αχνή σειρά από ομίχλη και σύννεφα, πιο κοντά διακρίνονταν το βρεγμένο γρασίδι και οι ανεμοδαρμένοι θάμνοι, ενώ έπεφτε μια αδιάκοπη βροχή, που την έσπρωχναν μουγκρίζοντας οι μακρόσυρτες, θρηνητικές ριπές του ανέμου. Επέστρεψα τότε στο βιβλίο μου.
Ήταν η ιστορία των πουλιών της Βρετανίας, γραμμένη από τον Μπιούικ. Κάθε εικόνα έλεγε και μια ιστορία, που συχνά θεωρούσα μυστηριώδη λόγω της ανεπαρκούς γνώσης μου. Ωστόσο, καθεμία από τις ιστορίες αυτές ήταν τόσο ενδιαφέρουσα όσο και τα παραμύθια που μας έλεγε η Μπέσι τα χειμωνιάτικα βράδια, όταν βρισκόταν στα κέφια της.
Εμείς κρεμόμασταν τότε από τα χείλη της, ακούγοντας περιπετειώδεις ιστορίες αγάπης, παρμένες από παλιά τραγούδια και παραμύθια. Συχνά, η Μπέσι μάς αφηγούνταν αυτές τις ιστορίες στο παιδικό δωμάτιο και, ενώ εκείνη σιδέρωνε, μας επέτρεπε να καθόμαστε τριγύρω της. Με το βιβλίο του Μπιούικ στα γόνατά μου ήμουν ευτυχισμένη τουλάχιστον με τον δικό μου τρόπο.
Έναν φόβο είχα μονάχα, να μη με διακόψουν, κάτι που δεν άργησε όμως να συμβεί. «Έι, μαντάμ μουτρωμένη!» ακούστηκε η φωνή του Τζον Ριντ, αλλά αμέσως σώπασε, γιατί βρήκε το δωμάτιο αδειανό.
«Μα πού στο καλό βρίσκεται;» συνέχισε.
«Λίζι! Τζόρ- τζι!» φώναξε τις αδελφές του.
«Η Τζέιν δεν είναι εδώ. Πείτε στη μαμά πως το ζώον βγήκε έξω να τρέξει μέσα στη βροχή!»
Καλά έκανα και τράβηξα την κουρτίνα, σκέφτηκα και ευχόμουν με όλη μου την ψυχή να μην ανακαλύψει την κρυψώνα μου. Ο Τζον δε θα την ξετρύπωνε ποτέ από μόνος του. Ούτε τόσο παρατηρητική ματιά είχε ούτε και τόση εξυπνάδα.
Η Ελάιζα όμως έβγαλε το κεφάλι της από την πόρτα και είπε μονομιάς:
«Σίγουρα κάθεται στο περβάζι του παραθύρου, Τζον!»
Εμφανίστηκα αμέσως, γιατί με έπιασε τρόμος στην ιδέα πως θα με τράβαγε με τη βία από εκεί πέρα ο Τζον.
«Τι θέλετε;» ρώτησα αμήχανα και διστακτικά.
«Να λες: “Τι θέλετε, κύριε Ριντ;”»αποκρίθηκε.
«Θέλω να έρθεις εδώ!» απαίτησε και μου έγνεψε να πάω να σταθώ μπροστά του, ενώ εκείνος κάθισε σε μία πολυθρόνα
20 κλασικά βιβλία που πρέπει να διαβάσετε τουλάχιστον μία φορά στη ζωή σας