Ο Τίτος Πατρίκιος παρουσιάζει μια αφήγηση που διεισδύει στον εύθραυστο ανθρώπινο ψυχισμό, εξερευνώντας τα όρια.
Το κείμενο καλεί τους αναγνώστες να αντιμετωπίσουν τους εσωτερικούς αγώνες που συχνά περνούν απαρατήρητοι, καλυμμένοι από τις πεζές ρουτίνες της ζωής.
Η ξέφρενη διαφυγή του πρωταγωνιστή από ένα φάντασμα που τον καταδιώκει -σύμβολο ενοχής, φόβου ή ίσως ανεκπλήρωτου πεπρωμένου- κορυφώνεται σε μια στιγμή φαινομενικής παραίτησης, όπου τα εξωτερικά σημάδια της αγωνίας υποτάσσονται σταδιακά από τους γύρω του.
Ωστόσο, η ασάφεια παραμένει. Βρήκε πραγματικά την ειρήνη ή απλώς μια προσωρινή αναστολή από την εσωτερική του ταραχή; «Κανεις δεν έμαθε».
Ένα ασυμβίβαστο απόσπασμα από τον Τίτο Πατρίκιο
Καθώς διάσχιζε τον κεντρικό διάδρομο με τους καθρέφτες
-στο τέρμα, λέγαν, είταν το γραφείο του διευθυντή-
βρέθηκε μονομιάς στα πρόθυρα των γερατειών.
‘Ορμησε τότε προς την έξοδο κινδύνου, βγήκε
στο πιο ψηλό διάζωμα κι άρχισε να φωνάζει:
“Διώχτε από μπρος μου το πνιγμένο πρόσωπό της,
με κυνηγάει σα μέδουσα, οι σάπιες τρύπες του κολλάν απάνω μου,
βυζαίνουν τα δίκαια όνειρά μου.
Δεν είναι αυτή η μοίρα μου. Γλυτώστε με. Δεν είναι”.
‘Οταν τον πρόλαβαν, είχε περίπου ηρεμήσει.
Ήπιε λίγο νερό, μιαν ασπιρίνη,
του τίναξαν τους ασβέστες απ’ τα ρούχα, τις στάχτες από τα μαλλιά…
Λίγον καιρόν αργότερα
σβήσαν κ’ οι τελευταίες ανυπόταχτες χειρονομίες.
Είπανε μερικοί πως συμβιβάστηκε,
άλλοι μιλήσαν για λύσεις πανικού,
δυο-τρεις επέμεναν πως αναγνώρισε επί τέλους τις ευθύνες του.
Κανείς δεν έμαθε.
Ήρθε η ζωή όπως συνήθως έρχεται και τα σκέπασε όλα.
Λιαντίνης: «Γεννιόμαστε μέσα στην υποκρισία, μεγαλώνουμε μαζί της, την σπουδάζουμε με ζήλο»