Οι πανελλαδικές ολοκληρώθηκαν για άλλη μια χρονιά, φέρνοντας παράλληλα στο επίκεντρο τα χρόνια προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Τι πιο επίκαιρο και αναγκαίο λοιπόν από μια διαφωτιστική συζήτηση με τον Δημήτρη Βουρλιωτάκη, διακεκριμένο φιλόλογο, γνώστη και στοχαστή πάνω σε σύγχρονα εκπαιδευτικά και κοινωνικά ζητήματα.
Ο κ. Βουρλιωτάκης τοποθετεί στη συζήτησή μας την αξία της γνώσης και μια κριτική οπτική για τον εξελισσόμενο ρόλο της φιλολογίας στην αντιμετώπιση των πολύπλευρων προκλήσεων της εποχής μας. Εμβαθύνουμε σε φλέγοντα θέματα, όπως στον αντίκτυπο των τεχνολογικών εξελίξεων στην εκπαίδευση, στη σημασία της γλωσσικής διατήρησης και στον ρόλο της κριτικής σκέψης στο σύγχρονο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Ας αμφισβητήσουμε τις συμβατικές απόψεις, εμπνέοντας μια βαθύτερη εκτίμηση για τη μετασχηματιστική δύναμη της εκπαίδευσης.
Αγγέλικα Αγόρα (Lavart) – Κ. Βουρλιωτάκη, παρατηρούμε την αλλαγή σύστασης στη σύγχρονη κοινωνία. Οι ιεροφάντες του μορφωτικού καλουπώματος δέχεστε αρκετές προκλήσεις. Πώς πιστεύετε ότι μπορεί ένας φιλόλογος να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των κοινωνικών και πολιτιστικών προκλήσεων της εποχής μας;
Δημήτρης Βουρλιωτάκης – Η εποχή μας, αναμφισβήτητα, βρίθει μεταστοιχειώσεων που ενίοτε φαντάζουν τρομακτικές, ειδικά σε ανθρώπους που χαρακτηρίζονται από πρόδηλο ή και υφέρποντα συντηρητισμό. Η αλλαγή του επιστημονικού παραδείγματος, η ανατροπή των παραδοσιακών αξιών και η κατάρρευση των μεγάλων -και ζωτικών- πολιτικών μυθολογιών έχουν προξενήσει αμηχανία, αδράνεια, δυσφορία και ηττοπάθεια στους λαούς. Ο φιλόλογος, αυστηρά νοούμενος ως επαγγελματίας, μοιραία περιορίζεται στα μορφωτικά ερεθίσματα που θα προσφέρει στους μαθητές του. Αυτά θα πρέπει να σπάνε τα «καλούπια» του διδακτικού φορμαλισμού και σχολαστικισμού, με το να προσφέρουν στα παιδιά το οξυγόνο της ελευθερίας και το «μάννα» της φαντασίας.
Κάθε κείμενο που -ομαδοσυνεργατικά!- αναλύουμε, κάθε ποίημα που ψηλαφούμε αντάμα, απαιτείται να μετατρέπεται σε άσκηση δημιουργικότητας και αγώνισμα ελευθερίας. Αν, βέβαια, αντιμετωπίσουμε το φιλόλογο ως αναμορφωτή της κοινωνίας, αγωνιστή-μπροστάρη, τότε ξεκινάμε μία άλλη συζήτηση, διότι χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από επαγγελματίες, χρειαζόμαστε Δελμούζους, Γληνούς και Κακριδήδες, δηλαδή αναγεννησιακούς ανθρώπους σε μία εποχή μορφωτικά απροσδιόνυση.
Αγγέλικα Αγόρα (Lavart) – Η λεξιπενία καλπάζει στην Ελλάδα και οι αναλύσεις ποικίλουν για αυτό το ομολογουμένως κρίσιμο ζήτημα. Σημαντικό πρόβλημα για τη γλωσσολογική επιστήμη, αλλά και για την πολιτιστική επιβίωσή μας, καθώς όπως είναι γνωστό τοις πάσι το μεγαλύτερο μέρος της πολιτιστικής συνέχειας και ταυτότητας του Ελληνισμού επιβίωσε μέσω της γλωσσικής παράδοσής μας. Oι νέοι διαχειρίζονται απρόσφορα τη γλώσσα ή χρησιμοποιούν περιορισμένο λεξιλόγιο. Είναι ένα φαινόμενο που οφείλεται μόνο στην καλπάζουσα τεχνολογία;
Δημήτρης Βουρλιωτάκης – Οφείλεται και στην τεχνολογία, αλλά και σε άλλους παράγοντες. Βασική ευθύνη φέρει ο ανιστόρητος τρόπος διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας, χωρίς έμφαση στην εκμάθηση κανόνων και την επίμονη εξάσκηση με πλήθος και ποικιλία ασκήσεων. Θέλω να είμαι σαφής πάνω σε αυτό: η Ελληνική είναι δύσκολη γλώσσα και απαιτεί εντελή εκμάθηση των κανόνων της, αλλιώς δεν γίνεται κτήμα σου η γραμματικοσυντακτική δομή της.
Υπόλογη είναι και η αναχρονιστική διδασκαλία της λογοτεχνίας, χωρίς εποπτικά μέσα και βιωματική προσέγγιση κειμένων, συγγραφέων και εποχών, με τη βοήθεια της δραματοποίησης των κειμένων. Αυτό θα έδινε επαγγελματική διέξοδο και στην πληθώρα των ανέργων θεατρολόγων μας. Φυσικά, δε μπορώ να μην αναφερθώ στις επιφανειακές προσεγγίσεις εκπαιδευτικών χωρίς αναγνωστικό ίζημα.
Φιλόλογοι που τελούν εν διαστάσει από την -κανονικά- ισόβια σύζυγο τους «Ανάγνωση», είναι ανάξιοι να τους αποδίδεται η σεπτή ιδιότητα που εκόσμησαν με την προσήλωσή τους στα «γράμματα» φιλόλογοι, όπως ο Κοραής, ο Βιλαμόβιτς, Ο Πέιτζ, ο Συκουτρής, ο Μαρωνίτης και τόσοι άλλοι, δικοί μας και ξένοι σπουδαίοι επιστήμονες και δάσκαλοι. Όσο για τους ίδιους τους νέους, αφήστε τους στην ησυχία τους: ό,τι βλέπουν, κάνουν κι ό,τι ακούν, το αναπαράγουν. Ας γίνουμε εμείς άξιοι ως πρότυπά τους, ας τους προσελκύσουμε αποτελεσματικά στους δροσερούς λειμώνες της γλώσσας μας και θα δείτε…
Αγγέλικα Αγόρα (Lavart) –Η έκρηξη των τεχνολογικών εξελίξεων, ιδίως της τεχνητής νοημοσύνης οδηγεί σε νέα φιλοσοφικά αδιέξοδα και προβληματισμούς για την ανθρωπότητα. Σε ποιο βαθμό επηρεάζει η τεχνολογία το έργο του φιλολόγου και της σχολικής εκπαίδευσης; Το μόνο σίγουρο είναι πως θα αλλάξουν οι τρόποι επικοινωνίας άρα και η μετάδοση της γνώσης. Εσείς πώς φαντάζεστε αυτό το τοπίο με τα θετικά και τα αρνητικά αποτυπώματά του;
Δημήτρης Βουρλιωτάκης – Έχω διευκρινίσει επανειλημμένως στην αρθρογραφία μου ότι η πρόκληση της εποχής μας είναι η στάση μας απέναντι στα νέα μέσα παραγωγής και στην επίδραση που αυτά θα ασκήσουν στη σκέψη, δράση και προσωπικότητά μας. Αυτό συνέβηκε σε όλες τις προγενέστερες επιστημονικές επαναστάσεις. Η επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την ουσία της ανθρωπινότητας, με τον αναμενόμενο υβριδισμό μας με την ΤΝ, στο πλαίσιο του επαγγελματικού ανταγωνισμού με ανθρωποειδή τεχνουργήματα.
Εδώ ο ρόλος του φιλολόγου είναι να αναδείξει όλα τα πολιτισμικά επιτεύγματα που κατέστησαν τον άνθρωπο ανθρώπινο και να παροτρύνει τα παιδιά σε έναν ανένδοτο αγώνα υπεράσπισης της ανθρωπότητας.
Όσον αφορά στα υπόλοιπα εργαλεία της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, μπορούν να αποβούν ιδιαιτέρως χρήσιμα στη γλωσσική διδασκαλία. Φανταστείτε μερακλίδικα εκπαιδευτικά λογισμικά για ευχάριστη και διαδραστική εξάσκηση στη γραμματικοσυντακτική δομή και στο λεξιλόγιο, τα οποία να χρησιμοποιούνται μέσα στην τάξη στο διαδραστικό πίνακα (την εμμονή του υπουργού Παιδείας μας…) με μορφή τηλεπαιχνιδιού που θα παίζουν τα παιδιά μοιρασμένα σε ομάδες. Και αυτό είναι μόνο μία ιδέα.
Αγγέλικα Αγόρα (Lavart) – Οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας οδηγούν πολλές φορές σε αυστηρά συμπεράσματα για τον τρόπο που ενεργεί η κοινωνία μας, έτσι καταλήγουμε συχνά στο ότι υπάρχει έλλειψη κριτικής σκέψης. Ποια είναι η σημασία της κριτικής σκέψης στην εκπαίδευση των νέων στο σύγχρονο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Υπάρχει η ελευθερία για να δημιουργήσουμε πλαίσια ελεύθερου προβληματισμού;
Δημήτρης Βουρλιωτάκης – Στο εκπαιδευτικό μας σύστημα καλλιεργείται μόνο μία πτυχή της κριτικής λειτουργίας, η ανάλυση δεδομένων και η εξεύρεση στρατηγικής για επίλυση προβλημάτων. Εδώ έχουμε, δηλαδή, την ανάπτυξη αποκλειστικά της διανοητικής κρίσης με την επίλυση των οικείων στο κάθε διδακτικό αντικείμενο ασκήσεων. Παραμένουν, δυστυχώς, αχαρτογράφητες η αισθητική και η ηθική κρίση, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ακαλαίσθητων και απολιτικών όντων.
Αν θέλετε την άποψη μου, όλο αυτό γίνεται σκόπιμα: τό σύστημα αποσκοπεί στην εργαλειοποίηση των πολιτών, στην κατασκευή επαγγελματικών τροχίσκων, πηνίων και επεξεργαστών, ευπετώς χειραγωγήσιμων στο πλαίσιο της παραγωγικής μηχανής… Η γαλούχηση ελεύθερα σκεπτόμενων ανθρώπων εναπόκειται αποκλειστικά στη φιλοτιμία κάποιων συναδέλφων που τιμούν την επαγγελματική τους ιδιότητα, καλλιεργώντας ψυχές. Και έτερον ουδέν!
Αγγέλικα Αγόρα (Lavart) – Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει σε πολυετές επίπεδο το δόγμα «Να περάσει το παιδί μου στο πανεπιστήμιο / να πάει στο σχολείο να μορφωθεί» όμως κατ’ εμέ τίθεται ένα ιδιαιτέρως σοβαρό ερώτημα: Τί είναι η μόρφωση; Θεωρείτε ότι το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα προωθεί την κλασική μόρφωση όσο και την τεχνοκρατική; Ποιες οι διαφορές αυτών των δύο τάσεων;
Δημήτρης Βουρλιωτάκης – Όπως επεσήμανα και στην προηγούμενη απάντησή μου, η Ελλάδα -ακολουθώντας, φυσικά, μία παγκόσμια τάση- ενισχύει σαφώς την τεχνοκρατική εκπαίδευση, περιθωριοποιώντας παράλληλα την ανθρωπιστική. Ο βαθμιαίος περιορισμός της διδασκαλίας των καλλιτεχνικών μαθημάτων και του αθλητισμού, η υποβάθμιση της διδασκαλίας των γλωσσικών μαθημάτων και της Ιστορίας καταδεικνύουν του λόγου το αληθές. Το μαγαζί παρέχει πιστοποιημένη μόρφωση, ουχί παιδεία…
Αγγέλικα Αγόρα (Lavart) – Κ. Βουρλιωτάκη, όπως θα έχετε καταλάβει η Lavart τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για την κλασική λογοτεχνία, δε θα μπορούσα να μη σας ρωτήσω ποια είναι τα κριτήρια κατά τη γνώμη σας που καθιστούν ένα έργο κλασικό;
Δημήτρης Βουρλιωτάκης – Ω, εδώ ανοίγουμε μια μεγάλη, μα όμορφη κουβέντα… Ετυμολογικά, το κλασικό είναι αυτό που πέρασε στη σχολική τάξη (classis) ως διδακτικό αντικείμενο είναι, σα να λέμε, το διδακτόν, αυτό που αξίζει να διδαχθεί. Στην ιστορική του διαδρομή, όμως, ο όρος προσέλαβε και άλλες αποχρώσεις, ώστε τελικά να σημαίνει οτιδήποτε έσπασε τα δεσμά του επικαιρικού και κατέστη διαχρονικό. Και διαχρονικό γίνεται κάτι, όταν μπορεί να ανοίγει ορίζοντες επανερμηνείας σε διαφορετικές εποχές, κοινωνίες και ιστορικά συμφραζόμενα, όταν διεγείρει σε ποικίλους «αναγνώστες» ποικιλότερες ερμηνείες.
Με αυτή την έννοια, κλασικός είναι τόσο ο Μπαχ, όσο και ο Τσιτσάνης ή ο Σερζ Γκαινσμπούρ, ο Όμηρος κι ο Αναγνωστάκης, ο Γύζης κι ο Μόραλης. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, δε μπορεί να γίνει κλασικό το έργο κανενός δημιουργού, όσο βρίσκεται ακόμη εν ζωή αυτός. Ακούγεται λίγο άχαρο κι αχάριστο αυτό, αλλά πρέπει να εκλείψει ο δημιουργός (μη σας πω κι όλοι οι υπερασπιστές ή -ενίοτε- οι “κλακαδόροι” του) , να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός γύρω από τον ίδιο και το έργο του κι έπειτα να προσκομιστεί το τελευταίο στον αδέκαστο κριτή, το χρόνο!
Συνέντευξη: Αγγέλικα Αγόρα (LAVART)
Γιώργος Ξένος: «Την ανυπακοή μέχρι και σήμερα τη θεωρώ τίτλο ευγενείας»