Ο πόνος μέσα μας καθοδήγει τη ζωή, τις επιλογές μας και ξεθωριάζει το τοπίο τη στιγμή αυτού του βιώματος. Βέβαια, ο πόνος προκαλεί και τη γέννηση νέων κόσμων και θεωριών πράγμα που τον καθιστά δισυπόστατο.
Άραγε οι ποιητές έγιναν ποιητές διότι πόνεσαν ή πόνεσαν διότι έγιναν ποιητές; Βαρύ το φορτίο του να οραματίζεσαι έναν κόσμο που δεν υπάρχει, ψάχνοντας μια ζωή για ανύπαρκτα καταφύγια που θα παραμείνουν ανείπωτα εάν δεν καταγραφούν σε μια αράδα από την μικρή πραμάτεια σου. Τα τείχη που περικύκλωσαν τη «φωνή» του Καβάφη, η «νεκρή μυγδαλιά » του Καρυωτάκη μας φέρνουν αντιμέτωπους με τη ψευδαίσθηση του τέλους και ανατρέχουμε στους δικούς μας πόνους και ανησυχίες συνδεόμενοι με τις ψυχές των πονεμένων ποιητών μας.
Αυτή τη στιγμή σύνδεσης επιθυμούμε. Και μη γελιέστε! Οι ποιητές μας είναι εδώ, μέσα από τις πένες τους, δοχεία των ψυχών τους και σπάνια φυλαχτά για μας.
5 ποιήματα για τον Ιανουάριο που «βρέχουν» χειμωνιάτικους ανθούς
6 σπαρακτικά ποιήματα
Τείχη – Κωνσταντίνος Καβάφης
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
5
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Αν σου λείψω μιά νύχτα – Νικηφόρος Βρεττάκος
Ἂν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα
Ἂν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα μὴν ἀνησυχήσῃς
ὣς τὸ ἄλλο πρωί, ὡς τὸ ἄλλο βράδυ, ὣς τὴν Κυριακή,
Ἐδῶ κάπου θὰ βρίσκομαι σ᾿ ἕναν ἄρρωστο δίπλα,
μ᾿ ἕνα πικρὸ ραβδὶ θὰ ψάχνω νὰ βρῶ μία πηγή.
πόρτα σὲ πόρτα θὰ γυρνῶ μ᾿ ἕνα ψωμὶ στὴ μασχάλη.
Ἔχε ἀναμμένη τὴ φωτιὰ πάντοτε, γιατὶ πάντοτε
θὰ σοῦ γυρίζω μουσκεμένος- Ἔχω ζεσταμένο
στὰ γόνατά σου ἕνα πουκάμισο κι ἔχε τὸ νοῦ σου
στὴν πόρτα καὶ στὴ δημοσιὰ μὴν ἀκουστῶ, γιατί,
δίχως λειψὸ ἀποφέγγαρο κι ἄστρι, κάθε φορά,
ἀπὸ τὴν ἄκρη θά ῾ρχομαι τὸν κόσμου.
Πόνος – Κωστής Παλαμάς
Κάτι με δέρνει,
κάτι που δεν ξέρω να το καλοειπώ,
κάτι που μου κάνει, κάτι που μου φέρνει
το δαρμό σκληρότερο.
5
Φοβάμαι.
Κάποιος θα πονεί,
κάποιος που δε θέλω να πονεί.
Φοβάμαι.
Θεέ μου, το θάμα σου κάμε,
10
ψεύτης να βγω,
Δαίμονας, πες μου, πλανά με.
Καημός μου εγώ!
Ας τον ξαναγναντέψω τον καημό μου,
καθώς τον αγνάντευα ιλαρό,
15
χλωμό σαν την αυγούλα που γλυκοχαράζει,
μα δίχως με το χλώμιασμα του τρόμου,
του τρόμου από τον πόνο που το λογισμό μου
θολώνει, αναταράζει,
κι είναι μαράζι.
20
Είμαι σαν κάτι να προσμένω
κακό, κι απ’ το καρτέρι μου πεθαίνω.
Καημός μου εγώ.
Μήπως όλα στον κόσμο τ’ αγαπώ;
Γιατί μονάχα ο πόνος μού είναι μισητός;
25
Κανείς δε θέλω να πονεί, ζωή, νους,
καρδιά, κορμί, ψυχή, κάτου απ’ τους ουρανούς.
Ο πόνος —πώς καρδιοχτυπώ!—
της γης και τ’ απορίματα σαν τα τρυπάει ακόμα,
και με το πόδι κι ο άνθρωπος όταν πατά ασυλλόγιστος
30
και το σκουλήκι ακόμα
που σέρνεται στο χώμα.
Και ο πόνος, και ο βρικόλακας του πόνου, ένα βουβό,
βαρύ ένα βάσανο μου δίνουν για να το τραβώ.
Κάποιος, α! πονεί,
35
που για να μην πονεί θα ’δινα τη ζωή μου,
θα ’δινα της ζωής μου κι όσα χρόνια
μου μέλλεται να ζήσω,
μονάχα μια στιγμή
για να τον αντικρίσω.
40
Κάποιος, ω σαρκωμένη εσύ σ’ άλλο κορμί, η δική μου
συμπόνια!
Φέρτε τον πάλι προς εμένα,
της γλύκας, που όλο ντύνεται την ομορφάδα, γέννα,
από το φέγγος του μετώπου ώς τη ροδόασπρη φτέρνα,
45
να με ξανακεράσει το κρασί που ώς χτες μ’ εκέρνα!
Καημός μου εγώ…
Κάτι μού λέει
πως κάθεται και κλαίει
πως κάτι κι άγριο κι άφραστο τα σωθικά του καίει
50
και πως ξεφεύγει του άξαφνα η χειρονομία
του ανθρώπου που τον παίρνει απόφαση γοργή
λυτρωτική, ο ίδιος με βία να βγει
μέσ’ από της ζωής την τρικυμία.
Κάτι με δέρνει,
55
κάτι με λυγίζει σαν κλωνάρι
που δε θα ’χει του λουλουδιού τη χάρη,
κάτι αξήγητο που μόλις το αισθανθώ,
σα να με συνεπαίρνει
σε βυθό.
Φθινόπωρο – Μίλτος Σαχτούρης
Τι γυρεύει το κορίτσι
Στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα
Καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
Γδύνεται
Με σύννεφα μπροστά στα μάτια
Με τη βροχή μέσ’ στο κεφάλι
Με τη βελόνα στην καρδιά
Βγάζει τις κάλτσες
Βγάζει τα λουλούδια
Πετάει το φωτοστέφανο
Έξω τα φύλλα του καιρού
Βάφονται μέσα στο αίμα.
Μυγδαλιά – Κώστας Καρυωτάκης
Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
5
Κι αλίμονό μου! εγώ τής έχω αγάπη τόση…
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που ’χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
10
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ’ αγάπη τόση…
Η Στέρνα – Γιώργος Σεφέρης (Απόσπασμα)
Εδώ, στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα
μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ηχερά. Τ’ αστέρια
δε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέρα
5
πληθαίνει, ανοιγοκλεί, δεν την αγγίζει.
Ανοίγει ο πάνω κόσμος σα ριπίδι
και παίζει με το φύσημα του ανέμου,
μ’ ένα ρυθμό που ξεψυχάει στο δείλι
φτεροκοπάει ανέλπιδα και σφύζει
10
στο σφύριγμα του πόνου του γραμμένου.
Στο πύργωμα του θόλου ανέλεης νύχτας
πατούνε οι έννοιες κι οι χαρές διαβαίνουν,
με το γοργό κροτάλισμα της μοίρας
πρόσωπα ανάβουν λάμπουν μια στιγμή
15
και σβήνουνται σ’ ένα σκοτάδι εβένου.
Μορφές που φεύγουν! Ορμαθοί τα μάτια
κυλούν βαλμένα σ’ ένα αυλάκι πίκρα
και της μεγάλης μέρας τα σημάδια
τις παίρνουν και τις φέρνουν πιο σιμά
20
στη μαύρη γης που δε γυρεύει λύτρα.
Στο χώμα γέρνει το κορμί του ανθρώπου
για ν’ απομείνει η διψασμένη αγάπη·
μαρμαρωμένο στ’ άγγιγμα του χρόνου
το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό
25
κόρφο που το γλυκαίνει αγάλι αγάλι.
Δάκρυα γυρεύει η δίψα της αγάπης
τα τριαντάφυλλα σκύβουν —η ψυχή μας—
στα φύλλα ακούγεται ο παλμός της πλάσης
το απόβραδο σιμώνει σα διαβάτης
30
ύστερα η νύχτα κι ύστερα το μνήμα…
Ξεψαχνίστε περισσότερα ποιήματα από την πραμάτεια μας:
10 ερωτικά ποιήματα που μας πήραν κοντά τους στο σκοτάδι της απογοήτευσης
Ποιήματα για αυτούς που χάσαμε, για αυτούς που θα θέλαμε να ‘χουμε μαζί μας λίγο ακόμη
6 κορυφαία ποιήματα για τον έρωτα που μας έκαναν «ρημάδι»
Όταν η Πολυδούρη έγραψε 5 ποιήματα για τη φυγή του Καρυωτάκη, του μεγάλου έρωτά της
Τα «σκοτεινά» ποιήματα του Παλαμά: «Παράτησε το φόρεμα, και με τη γύμνια ντύσου»