Το βιβλίο του Άρθουρ Σοπενχάουερ «Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο», παρουσιάζει μια αιχμηρή και προκλητική εξέταση της τέχνης, της επιχειρηματολογίας και την περίπλοκη δυναμική αυτής.
Οι γνώσεις του Σοπενχάουερ είναι ιδιαίτερα σημαντικές στον σύγχρονο διάλογο, όπου η τέχνη της πειθούς συχνά επισκιάζει την αναζήτηση της αλήθειας. Εστιάζοντας στους μηχανισμούς τη; συζήτησης κι όχι στη φιλοσοφική αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας «Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο» προσφέρει έναν κριτικό φακό μέσα από τον οποίο μπορούμε να εξετάσουμε τη συχνά απατηλή φύση των επιχειρηματολογικών αλληλεπιδράσεων.
Το έργο αυτό προκαλεί τους αναγνώστες να αναγνωρίσουν και να αναλύσουν τος ρητορικές στρατηγικές που διέπουν τις δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις, εξοπλίζοντας τους με τα εργαλεία για να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τόσο τις θέσεις τους όσο και να ασκήσουν κριτική στα επιχειρήματα των άλλων.
Ποια ήταν η φιλοσοφία του Άρθουρ Σοπενχάουερ από ποιους φιλοσόφους επηρεάστηκε;
Άρθουρ Σοπενχάουερ – Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο, εκδ: Πατάκη.
Σε έναν βαθμό, όλοι είμαστε οπλισμένοι με τη δική μας πονηριά και κακοήθεια, κάτι που αποδεικνύεται από την καθημερινή εμπειρία, ενώ ο καθένας μας διαθέτει έμφυτη τη διαλεκτική ικανότητα, όπως διαθέτει έμφυτη και τη λογική ικανότητα.
Ωστόσο η διαλεκτική ικανότητα δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο ασφαλής σύμβουλος όσο η λογική. Δεν μπορεί εύκολα ο οποιοσδήποτε να συναγάγει ένα συμπέρασμα ενάντια στους νόμους της λογικής, και, παρόλο που οι εσφαλμένες κρίσεις είναι συχνές, τα εσφαλμένα συμπεράσματα σπανίζουν. Είναι δύσκολο να στερείται κανείς έμφυτης λογικής ικανότητας, μπορεί όμως κάλλιστα να στερείται διαλεκτικής ικανότητας, καθώς η τελευταία είναι χάρισμα που συναντάται σε διαφορετικό βαθμό στον καθένα. Υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο στο μέτρο που η έμφυτη διαλεκτική ικανότητα μοιάζει με την κριτική ικανότητα, της οποίας ο βαθμός διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, ενώ η λογική, με τη στενή έννοια, είναι για όλους η ίδια.
Συμβαίνει συχνά, σε ένα θέμα όπου κάποιος έχει πραγματικά δίκιο, να μπερδεύεται ή να διαψεύδεται από επιφανειακά μόνο επιχειρήματα. Αν καταλήξει κανείς να υπερισχύσει σε μια αντιπαράθεση, πολύ συχνά δεν το οφείλει τόσο στην ορθή κρίση που επέδειξε εκθέτοντας την άποψή του, όσο στην πονηριά και τη δεξιοτεχνία με την οποία την υπερασπίστηκε.
Όπως γίνεται πάντα, ο καθένας γεννιέται με το ταλέντο του. Παρ’ όλ’ αυτά, μπορεί κανείς να κατακτήσει την τέχνη της αντιπαράθεσης με την εξάσκηση και τη μελέτη των τακτικών που είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει για να επικρατήσει του αντιπάλου του ή για κάποιον αντίστοιχο σκοπό. Επομένως, ακόμη κι αν κάποιος δεν μπορεί να κάνει αληθινά πρακτική χρήση της λογικής, μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιήσει στην πράξη τη διαλεκτική του ικανότητα. Πρέπει πάντα να γίνεται ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στα πεδία της γνώσης.
Για να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα του αντικειμένου της διαλεκτικής ικανότητας, δεν πρέπει να δώσουμε σημασία στην αντικειμενική αλήθεια, η οποία είναι υπόθεση της λογικής. Πρέπει να τη δούμε απλά σαν την τέχνη της επικράτησης σε μια αντιπαράθεση (που γίνεται ευκολότερη αν έχουμε στ’ αλήθεια δίκιο).
Η μελέτη της διαλεκτικής από μόνη της δεν περιλαμβάνει τίποτα περισσότερο από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κάποιος να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια σε κάθε τύπου επιθέσεις, και ιδιαίτερα σε ανέντιμες επιθέσεις. Στην ίδια λογική, παρέχει τα απαραίτητα εφόδια ώστε να μπορεί κανείς να αντιπαρέλθει την άποψη του άλλου χωρίς να πέσει ο ίδιος σε αντιφάσεις και, γενικότερα, χωρίς να ηττηθεί. Η αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας πρέπει να διαχωριστεί από την τεχνική με την οποία επιτυγχάνουμε την αποδοχή μιας άποψης.
Η αντικειμενική αλήθεια είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Αφορά τη λογική κρίση, τη σκέψη και την εμπειρία, για την οποία δεν υπάρχει ειδική τεχνική.
Αυτός είναι λοιπόν και ο στόχος της διαλεκτικής. Έχει οριστεί ως η λογική του φαινομενικού, ο ορισμός αυτός είναι όμως λανθασμένος. Αν ίσχυε, η διαλεκτική θα μπορούσε χρησιμοποιηθεί μόνο για να υπερασπιστεί αναληθείς απόψεις. Ωστόσο, ακόμα και όταν κάποιος έχει την αλήθεια με το μέρος του, χρειάζεται τη διαλεκτική προκειμένου να την υπερασπιστεί και να την υποστηρίξει. Δεν του αρκεί μόνο να γνωρίζει ποια είναι τα ανέντιμα τεχνάσματα του αντιπάλου και να μπορεί να τα εξουδετερώσει’ πρέπει και ο ίδιος να τα χρησιμοποιεί συχνά, για να είναι σε θέση νικήσει τον αντίπαλό του με τα ίδια του τα όπλα. Συνεπώς, σε μια αντιπαράθεση, πρέπει να εκλάβουμε την αντικειμενική αλήθεια ως μια τυχαία συγκυρία και να επικεντρωθούμε μόνο στην υπεράσπιση της θέσης μας και στην αντίκρουση της θέσης του αντιπάλου.
Άλλωστε, η αλήθεια είναι κρυμμένη. Στην αρχή μιας αντιπαράθεσης, ο καθένας, κατά κανόνα, πιστεύει πως έχει δίκιο, ενώ στην πορεία και οι δύο πλευρές αρχίζουν να αμφιβάλλουν’ η αλήθεια δεν προσδιορίζεται και δεν επιβεβαιώνεται παρά μόνο στο τέλος της αντιπαράθεσης. Έτσι, η διαλεκτική δεν έχει να κάνει με την αλήθεια, όπως ακριβώς σε μια ξιφομαχία, από τη στιγμή που ένας καβγάς καταλήγει σε μάχη, δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Σημασία έχει μόνο η επίθεση και η άμυνα.
Η διαλεκτική είναι η τέχνη του πνευματικού διαξιφισμού, και μόνο αν την αντιμετωπίσουμε ως τέτοια μπορούμε να την αναγάγουμε σε γνωστικό πεδίο.
Με αυτή την έννοια η διαλεκτική δεν έχει άλλο στόχο παρά να συλλέξει, να εκθέσει και να συνοψίσει σε ένα σύστημα κανόνων τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι άνθρωποι όταν κατά τη διάρκεια μιας αντιπαράθεσης διαπιστώνουν πως η αλήθεια δεν είναι με το μέρος τους και, παρ’ όλ’ αυτά, εξακολουθούν την προσπάθεια να υπερισχύσουν. Η επιστήμη της διαλεκτικής, κατά μία έννοια, ασχολείται πρωτίστως με την καταγραφή και την ανάλυση των ανέντιμων στρατηγικών, προκειμένου να μπορεί κανείς να τις αναγνωρίσει και να τις αποκρούσει σε μια πραγματική αντιπαράθεση.
Αν θέσουμε ως στόχο την αντικειμενική αλήθεια, χρησιμοποιούμε μόνο απλή λογική, αν υπερασπιζόμαστε αναληθή επιχειρήματα, τότε χρησιμοποιούμε μεθόδους της σοφιστικής. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, θα πρέπει να υποτεθεί πως γνωρίζαμε εξαρχής ποια ήταν η αλήθεια και ποιο το ψέμα, κάτι που είναι σπάνιο.
Η αληθινή σημασία της διαλεκτικής είναι αυτή που διατυπώσαμε: είναι η τέχνη του πνευματικού διαξιφισμού με σκοπό την επικράτηση σε μια αντιπαράθεση. Παρόλο που η ονομασία «εριστική» θα ήταν καταλληλότερη, είναι πιο σωστό να την ορίσουμε ως «εριστική διαλεκτική». Δεν έχω υπόψη μου άλλες μελέτες προς αυτή την κατεύθυνση, παρόλο που πραγματοποίησα εκτενή έρευνα. Οπότε το πεδίο μένει ακόμη ανεξερεύνητο.
Για να επιτύχουμε τον σκοπό μας πρέπει να αντλήσουμε πληροφορίες από την εμπειρία μας. Πρέπει να παρατηρήσουμε πώς χρησιμοποιείται κάθε τέχνασμα από τις αντίπαλες πλευρές στις αντιπαραθέσεις που προκύπτουν κατά τη συναναστροφή μας με τους συνανθρώπους μας. Ανακαλύπτοντας τα κοινά στοιχεία των τεχνασμάτων, που επαναλαμβάνονται με διαφορετικούς τρόπους, θα μπορέσουμε να παραθέσουμε ορισμένες γενικότερες στρατηγικές που είναι δυνατόν να τις χρησιμοποιήσουμε τόσο προς όφελος της άποψής μας, όσο και για να ματαιώσουμε τα σχέδια του αντιπάλου, σε περίπτωσή που επιχειρήσει να τα χρησιμοποιήσει εκείνος.
Τα παρακάτω μπορούν να θεωρηθούν ως μια πρώτη απόπειρα. Δύο άνθρωποι μπορεί συχνά να εμπλέκονται σε έντονη αντιπαράθεση κι ύστερα να επιστρέφουν σπίτι τους έχοντας ενστερνιστεί την άποψη του αντιπάλου τους. Εύκολα ισχυριζόμαστε πως σε κάθε αντιπαράθεση μοναδικός στόχος πρέπει να είναι η ανάδειξη της αλήθειας, ωστόσο, πριν από την αντιπαράθεση, κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια, και μέσα από τα επιχειρήματα, τόσο του αντιπάλου όσο και δικά μας, υπάρχει κίνδυνος να παραπλανηθούμε.
Φωτογραφία εξωφύλλου