Ο πεσιμιστής φιλόσοφος κάτω από μια ρεαλιστική ή ακόμα και αισιόδοξη ματιά.
Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ έχει χαρακτηριστεί ως ο φιλόσοφος του πεσιμισμού. Γνωστή είναι η φράση του “η ζωή είναι ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ πόνου και απελπισίας”. Μήπως όμως θα του ταίριαζε περισσότερο ο χαρακτηρισμός του ρεαλιστή αντί αυτού του πεσιμιστή; Στο παρακάτω απόσπασμα ο Σοπενχάουερ αναλύει την έννοια του κακού και του πόνου στην ανθρώπινη ζωή και πως αυτή την επηρεάζει.
Ποια είναι δηλαδή η σημασία του κακού στη ζωή μας έναντι του καλού και γιατί δίνουμε μεγάλη διάσταση στις “αναποδιές” της ζωής ενώ ταυτόχρονα δίνουμε μια πολύ μικρότερη στα θετικά που μας συμβαίνουν. Μια τέτοια ανάλυση είναι πεσιμιστική; Δε θα το έλεγα. Ας δούμε όμως τις σκέψεις του όπως τις διατύπωσε ο ίδιος στο βιβλίο του με τίτλο “Για τη δυστυχία του κόσμου”.
Πραγματικός σκοπός της ζωής ενός ανθρώπου δεν είναι να υποφέρει (Αρθούρ Σοπενχάουερ, Για τη δυστυχία του κόσμου. εκδ. Πατάκη 2012, σελ. 15-18)
Εάν ο άμεσος και πραγματικός σκοπός της ζωής ενός ανθρώπου δεν είναι να υποφέρει τα δεινά του κόσμου, τότε η ύπαρξή του δεν έχει επ’ ουδενί προσαρμοστεί στον προορισμό της. Θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε πως τα ατελείωτα δεινά που πλήττουν τους ανθρώπους και που προκύπτουν από ανάγκες και συμφορές συνυφασμένες ουσιαστικά με την ίδια τη ζωή, είναι άσκοπα και καθαρά συμπτωματικά.
Δίχως αμφιβολία, κάθε προσωπική περίπτωση δυστυχίας μοιάζει με μεμονωμένο περιστατικό, όμως η δυστυχία γενικότερα είναι που αποτελεί τον κανόνα.
Όπως ένα ρυάκι κυλά ομαλά όσο δεν συναντά κανένα εμπόδιο, έτσι και η φύση των ανθρώπων και των ζώων είναι τέτοια που δεν μας βοηθάει ούτε να αντιλαμβανόμαστε στ’ αλήθεια ούτε να συνειδητοποιούμε ποτέ τι συντάσσεται με τη βούλησή μας.
Τα πράγματα υποπίπτουν στην αντίληψή μας μόνο εφόσον ματαιώνουν τη βούλησή μας ή ανατρέπουν τα σχέδιά μας.
Από την άλλη, ότι αντιτίθεται στους στόχους μας, ή ματαιώνει και εμποδίζει τις επιθυμίες μας, με άλλα λόγια, ότι είναι δυσάρεστο και οδυνηρό, αφήνει ακαριαία και άμεσα πάνω μας ένα σαφές στίγμα.
Ακριβώς όπως δεν διατηρούμε διαρκώς συναίσθηση της γενικότερης υγιούς σωματικής κατάστασης, αλλά επικεντρωνόμαστε μόνο στο μικρό σημείο όπου μας χτυπάει το παπούτσι, έτσι δεν αναλογιζόμαστε το σύνολο των δραστηριοτήτων μας που βαίνουν επιτυχώς, αλλά αναλώνουμε την προσοχή μας σε ασήμαντα συμβάντα και μικροπράγματα που επιμένουν να μας εκνευρίζουν.
Σε αυτό το δεδομένο βασίζεται μια θέση που έχω υπογραμμίσει επανειλημμένα: Ο αρνητικός χαρακτήρας της καλοπέρασης και της ευτυχίας, σε αντίθεση με τον θετικό χαρακτήρα του πόνου.
Επομένως κανένας παραλογισμός δεν είναι μεγαλύτερος από τον παραλογισμό που χαρακτηρίζει σχεδόν όλα τα μεταφυσικά συστήματα: την ερμηνεία του κακού ως κάτι το αρνητικό.
Διότι το κακό, και μόνο το κακό, έχει θετικό πρόσημο, αφού μόνο αυτό είναι απτό· στον αντίποδα το καλό, δηλαδή όλες οι εκφάνσεις της ευτυχίας και της ικανοποίησης, διαθέτει αρνητικό πρόσημο, καθώς συνδέεται είτε με την καταστολή μιας επιθυμίας (μέσω της ικανοποίησης της) είτε με την εξάλειψη ενός πόνου.
Η θέση αυτή συνάδει και με την τάση να υποτιμάμε την ικανοποίηση που αντλούμε από μια ευχάριστη κατάσταση, ενώ αντίθετα μια οδυνηρή περίσταση μας προξενεί περισσότερο πόνο απ’ ότι φανταζόμασταν.
Μια γρήγορη διάψευση της θέσης που υποστηρίζει ότι η ευχαρίστηση βαραίνει περισσότερο στη ζωή από τον πόνο, ή ότι υπάρχει έστω κάποια ισορροπία ανάμεσα στα δύο, προκύπτει αν συγκρίνει κανείς τα αισθήματα ενός ζώου που κατασπαράζεται από κάποιο άλλο με αυτά εκείνου που το κατασπαράζει.
Κείμενο: Ηρακλής Μίγδος (Lavart)