Καθώς το λυκόφως των παράνομων στίχων έπεφτε στο λογοτεχνικό πεδίο, τα απαγορευμένα ποιήματα του Μπωντλαίρ αναδύθηκαν ως φάντασμα, καλυμμένα από έναν αέρα μυστηρίου και γοητείας.
Οι στίχοι του Μπωντλαίρ σαν ψιθυριστές εξομολογήσεις σε ένα απαγορευμένο ραντεβού, εξερευνούσαν τα ταμπού και προκαλούσαν τα όρια της συμβατικής έκφρασης. Η πένα του Μπωντλαίρ χόρευε στην άκρη της ευπρέπειας, φτιάχνοντας γραμμές που προσκαλούσαν τους αναγνώστες στον λαβύρινθο του απαγορευμένου, όπου το πάθος και η απαγόρευση συγκρούονταν σε μια λεπτή χορογραφία της γλώσσας.
Αυτά τα απαγορευμένα ποιήματα, σαν λαθραίοι ψίθυροι που περνούν μέσα στη νύχτα, υπαινίσσονται καταπιεσμένες επιθυμίες, ανομολόγητα πάθη και αλήθειες που θεωρούνται πολύ προκλητικές για το φως της ημέρας. Ο Μπωντλαίρ, ο λογοτεχνικός προβοκάτορας, τόλμησε να ζωγραφίσει με τις αποχρώσεις του απαγορευμένου, προσκαλώντας τους αναγνώστες να ατενίσουν τους απαγορευμένους καρπούς της ζωής. Ακολουθούν μερικά από τα απαγορευμένα ποιήματα του Μπωντλαίρ που μας σαγήνευσαν.
Το τελευταίο ποίημα του Κώστα Βάρναλη: Ένα αδημοσίευτο ποίημα που δε γνωρίζαμε
Τα απαγορευμένα ποιήματα του Μπωντλαίρ
Μελαγχολία
Όταν συνθλίβει ο ουρανός βαρύς στα χαμηλά
Το πνεύμα που στενάχωρο ρίχνεται μες στην πίκρα,
Κι από περίσφιγκτου ορίζοντα κύκλο κυλά
Φως μέρας μαύρο, θλιβερό πιότερο κι από νύχτα,
Όταν η γη σαν μια ειρκτή γίνεται νοτερή,
Όπου η Ελπίδα νυχτερίδα ολόγυρα πετάει
Με τα δειλά φτεράκια της τους τοίχους απωθεί
Και το κεφάλι σ’ οροφές σαθρές καταχτυπάει,
Σαν η βροχή σ’ ατέλειωτες απλώνεται σειρές
Και που κανείς σαν φυλακής κιγκλίδωμα τις νοιώθει
Και πλήθος από βρώμικες αράχνες και βουβές
Τα πλέγματά του έρχεται μες στο μυαλό και κλώθει,
Καμπάνες τότε με μανία ξαφνικά ηχούν
Και πέμπουν στα ουράνια το φρικτό ολολυγμό τους,
Όπως χωρίς πατρίδα, ξένες, οι ψυχές γυρνούν
Και πιάνουν με περίσσιο πείσμα το παράπονό τους.
Μακριά σειρά από φέρετρα και δίχως μουσική
Κάνουν αργή παρέλαση μες στην ψυχή∙ βουρκώνει
Χαμέν’ η Ελπίδα κι η Αγωνία, σκληρή, κυριαρχική,
Φλάμπουρο μαύρο στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει.
Ποτέ ικανοποιημένη
Σκούρα σαν νύχτα και θεά που όψη όλο αλλάζεις,
Μόσχο ευωδιάζεις και μαζί άρωμα της Αβάνας
Κι είσ’ έργο κάποιου ξωτικού, του Φάουστ της σαβάνας,
Είσαι παιδί μεσονυχτιού, μάγισσα εβένου μοιάζεις.
Απ’ το αφιόνι προτιμώ, τις νύχτες που μελώνει,
Το βάλσαμο απ’ το στόμα σου, όπου ο έρωτας κομπάζει·
Κι όταν σε φτάνει ο πόθος μου, που καραβάνι μοιάζει,
Η στέρνα είναι τα μάτια σου, που η δίψα μου ημερώνει
Απ’ τα μεγάλα μάτια σου, που η ψυχή σου ανοίγει,
Δαίμονα χωρίς έλεος, σκόρπα φωτιά πιο λίγη!
Γιατί δεν είμαι η Στύγα εννιά φορές να σ’ αγκαλιάσω.
Και δεν μπορώ, ω Μέγαιρα χωρίς ντροπή κομμάτι,
Να κάμψω την ικμάδα σου, στα έσχατα να σε φτάσω,
Σαν Περσεφόνη ν’ αφεθείς στου Άδη το κρεββάτι!
Λέσβος
Μάνα ηδονής ρωμαϊκής, ελληνικής λαγνείας,
Λέσβος με τα λιγόθυμα και χαρωπά φιλιά,
όπως ο ήλιος φλογερά, δροσάτα σαν οπώρες,
στολίδια ανεκτίμητα στη μέρα, στη νυχτιά·
μάνα ηδονής ρωμαϊκής, ελληνικής λαγνείας,
Λέσβος, που τα φιλιά εκεί μοιάζουν με καταρράχτες
και θαρραλέα πέφτουνε σε βάραθρο βαθύ,
τρέχουνε μ’ αναφιλητά, μετά ξεσπούν σε γέλια
μεθυστικά, αμέτρητα και μυστικά πολύ·
Λέσβος, που τα φιλιά εκεί μοιάζουν με καταρράχτες.
Λέσβος, που η κάθε Φρύνη σου ποθεί η μια την άλλη,
και βρίσκει πάντα αντίλαλο εκεί ο στεναγμός,
όσο την Πάφο εσένα σε θαυμάζουνε τ’ αστέρια,
κι η Αφροδίτη δίκαια ζηλεύει τη Σαπφώ!
Λέσβος, που η κάθε Φρύνη σου ποθεί η μια την άλλη,
Λέσβος, με τις παράφορες και φλογισμένες νύχτες,
μες σε καθρέφτες κορασιές με μάτια ολοσβηστά
επιθυμώντας άγονα το άκαρπο κορμί τους
της ήβης τους μεστούς καρπούς θωπεύουν τρυφερά·
Λέσβος, με τις παράφορες και φλογισμένες νύχτες,
τον Πλατωνα τον αυστηρό τώρα λησμόνησε τον·
την άφεση σ’ τη δίνουνε τ’ αμέτρητα φιλιά,
βασίλισσα χώρας τερπνής, ευγενική, εγκάρδια,
που επινοείς αέναα χάδια ηδονικά.
Τον Πλάτωνα τον αυστηρό τώρα λησμόνησε τον.
Την άφεση σ’ τη δίνει εσέ το αιώνιο μαρτύριο,
που τις φιλόδοξες καρδιές επίμονα εξαντλεί,
όμως το παίρνει μακριά ένα καθάριο γέλιο
μισοϊδωμένο τώρα πια σε άλλη ανατολή!
Την άφεση σ’ τη δίνει εσέ το αιώνιο μαρτύριο!
Λέσβος, μα ποιος θεός τολμά να γίνει δικαστής σου,
εξαντλημένη και ωχρή να σε κατηγορεί,
αν δε ζυγίσει σε χρυσό ζυγό τα δάκρυα σου,
ποτάμια δάκρυα στη θάλασσα που έχουν χυθεί;
Λέσβος, μα ποιος θεός τολμά να γίνει δικαστής σου;
Τι κι αν οι νόμοι μάς μιλούν για δίκιο ή αδικία;
Παρθένες απαράμιλλες, του Αιγαίου δοξασμός,
είναι η θρησκεία σας σεβαστή σαν κάθε άλλη θρησκεία,
και του έρωτα περίγελος ο Άδης κι ο Ουρανός!
Τι κι αν οι νόμοι μάς μιλούν για δίκιο ή αδικία;
Εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλω το τραγούδι,
των ανθισμένων κοριτσιών να πω το μυστικό,
εμέ που γνώρισα παιδί το σκοτεινό μυστήριο
που σμίγει γέλιο ξέφρενο και θρήνο γοερό·
εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλω το τραγούδι.
Και από τότε αγρυπνώ στην άκρη του Λευκάτα,
φρουρός με μάτια σίγουρα, διαπεραστικά,
παραφυλώντας για να δω γολέτα ή φρεγάτα,
σκιές που τρέμουν μακριά σε πλάτη γαλανά·
και από τότε αγρυπνώ στην άκρη του Λευκάτα,
να μάθω αν είν’ η θάλασσα πονετική,
γαλήνια και μέσα στ’ αναφιλητά που ο βράχος αντηχεί
στη Λέσβο, που όλο συγχωρεί, εάν θα φέρει πίσω
το λατρεμένο της Σαπφώς λείψανο που είχε βγει
να μάθει αν είν’ η θάλασσα πονετική, γαλήνια!
Της Ψάπφας της αρρενωπής που έγραφε κι αγαπούσε,
πιο όμορφη απ’ την Κύπριδα, θλιμμένη και χλωμή!
— Τα γαλανά νικήθηκαν από τα σκούρα μάτια
με κύκλους μαύρους, μελανούς από τη συντριβή
της Ψάπφας της αρρενωπής που έγραφε κι αγαπούσε!
10 καλλιτέχνες που υπέγραψαν το πέρασμα της Αναγέννησης στο πάνθεο της Ιστορίας