Ίσως μια μέρα ζήσουμε μέσα από την κραυγή ή ο έρωτας είναι κάτι που επιβάλλει τη σιωπή; Μήπως είναι αυτό που έλεγε η Κική Δημουλά, πως ο έρωτας είναι κάτι που πρέπει να παραμείνει στα κρυφά;
Το απόσπασμα του Γιάννη Ρίτσου, “Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σιωπηλά…”, μεταφέρει μια αίσθηση βαθιάς σύνδεσης. Η χρήση του “σιωπηλά” υπονοεί μια ήσυχη, προσωπική εμπειρία, υποδηλώνοντας ότι η ουσία των ποιημάτων, που συμπυκνώνουν τα συναισθήματα του έρωτα, είναι βαθιά ενσωματωμένη στην κοινή οικειότητα ενός σώματος. Η σιωπή εδώ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μεταφορά για τις ιδιωτικές, ανείπωτες πτυχές της αγάπης που δεν απαιτούν απαραίτητα φωνητική έκφραση, αλλά βιώνονται και γίνονται αισθητές σε ενστικτώδες επίπεδο.
Η φράση της Κικής Δημουλά: Ο έρωτας είναι στο σκοτάδι, είναι ένα μυστικό, ευθυγραμμίζεται άψογα με το συναίσθημα του Ρίτσου. Η Δημουλά υπογραμμίζει τη μυστική φύση του έρωτα, απεικονίζοντάς την ως ένα μυστικό που ευδοκιμεί στο σκοτάδι και τη σιωπή. Το σκοτάδι δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, αλλά μάλλον μια μεταφορά για την ιδιωτικότητα και την οικειότητα που αποζητά ο έρωτας. Η σιωπή, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι η απουσία επικοινωνίας αλλά μάλλον ένας χώρος όπου ο έρωτας μπορεί να υπάρξει χωρίς την εισβολή εξωτερικών θορύβων ή επιρροών.
Συνδέοντας αυτές τις φιλοσοφίες, τόσο ο Ρίτσος όσο και η Δημουλά τονίζουν την οικειότητα του έρωτα ως μια ήσυχη, κρυφή εμπειρία. Μοιράζονται την πεποίθηση ότι η αληθινή ουσία του βρίσκεται στα ανείπωτα, κρυμμένα βάθη που ευδοκιμούν μακριά από τα φώτα. Η σιωπή γίνεται καμβάς για να ξεδιπλωθούν οι λεπτές εκφράσεις και αποχρώσεις του έρωτα και το σκοτάδι παρέχει ένα προστατευτικό κουκούλι, θωρακίζοντας αυτή την οικεία σύνδεση από τις εξωτερικές δυνάμεις.
Στο κοινό τους όραμα, ο έρωτας δεν είναι ένα θέαμα για τον κόσμο, αλλά μια ιδιωτική, ιερή εμπειρία που απαιτεί το καταφύγιο της σιωπής και του σκοταδιού για να εκδηλωθεί πλήρως και να εκτιμηθεί από το υπερφάγο υποσυνείδητό μας.
Γιάννης Ρίτσος: «Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει ἡ ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω…»
Ας διαβάσουμε και το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που στάθηκε αφορμή για την παραπάνω σύνδεση:
Γιάννης Ρίτσος, Σάρκινος λόγος
Τα ποιήματα που έζησα
στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε,
όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δε θα ’χω πια φωνή να τα μιλήσω.
Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες,
κι υστέρα μαζευόσουν στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα.
Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου,
αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα.
Να με θυμάσαι – μου ’λεγες – έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου·
με τα μαλλιά μου ριγμένα στα μάτια μου
– γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω.
Λοιπόν, πώς να ’χω πια τη φωνή.
Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες
μηλιές κανενός Παραδείσου.
Πηγές φωτογραφιών: 1, 2