Η χριστουγεννιάτικη ποίηση, με τους γοητευτικούς στίχους και το εορταστικό πνεύμα, αποτυπώνει την ουσία της εορταστικής περιόδου σε ρυθμική και υποβλητική γλώσσα.
Τί είναι τα Χριστούγεννα χωρίς την ποίηση; Πώς γίνεται να μην επιθυμούμε να ταξιδέψουμε στα τοπία που αφηγούνται οι γλωσσοπλάστες της ποίησης; Εάν είστε ταξιδιώτες και θέλετε να μεταφερθείτε σε μοναδικές καταγραφές του κόσμου μας μέσα από τα μάτια των ποιητών θα απολαύσετε τα ακόλουθα ποιήματα.
Τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα μέσα από φωτογραφικές λήψεις που μας ταξιδεύουν (ΦΩΤΟ)
22 ποιήματα που μύρισαν Χριστούγεννα
Νύχτα Χριστουγεννιάτικη (Γεώργιος Δροσίνης)
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστὰ στη φάτνη τους τ᾿ άδολα βόδια.
Κι᾿ ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ᾿ της ψυχής τ᾿ απόβαθα, Χριστὸς γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν απὸ φωνὲς ύμνων μεσούρανες στη γη σταλμένες.
Κι᾿ ακούοντας τα Ωσαννὰ απ᾿ αγγέλων στόματα στο σκόρπιο αέρα,
τα διαλαλούν σε χειμαδιὰ λιοφώτιστα με τη φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη – ποιὸς δεν το ξέρει; –
των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ᾿ αστέρι.
Κι᾿ όποιος το βρει μέσ᾿ στ᾿ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει
σε μιὰ άλλη Βηθλεὲμ ακολουθώντας το μπορεί να φτάσει.
Πολλά Δε Θέλει Ο Άνθρωπος (Οδυσσέας Ελύτης)
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να `ν’ ήμερος να`ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα ήρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βιος
κι από το στόμα τη μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
χαρά στους που `ναι οι δυνατοί!
Χαρά στους που `ναι οι Δυνατοί
γι’ αυτούς δεν έχει χόρταση.
Χριστούγεννα (Τάκης Βαρβιτσιώτης)
Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα
Έθαψαν το μαντίλι της μητέρας
Που σκούπιζε τα μάτια τους κάθε πρωί
Το μαντίλι το λεκιασμένο απ’ το αίμα
Το σπίτι έρημο αγρυπνεί
Τ’ αδέρφια παίζουνε κρυφτούλι
Η νύχτα φθάνει επίβουλη κρυφή
Οι ίσκιοι κατεβαίνουνε πάνω στους τοίχους
Όλο και κατεβαίνουν
Και τ’ αδέρφια τους μετρούνε
Τους μετρούν και κλαίνε
Η Γέννηση (Τάσος Λειβαδίτης)
Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία!
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.
Χριστούγεννα (Κωστής Παλαμάς)
Τι φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι
οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!
Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ‘βλεπαν το φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλεια θα’ τρεμαν…Αστέρι σε ποια χώρα
του απέραντου ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην έσβησε το φως σου;
Ή μήπως είσαι αθάνατο και συ σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας;
Για όλα τ’ άστρα, αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…
Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννα μας θα μπουν,
θαρρώ πως οι ακτίνες του μες την ψυχή μου λάμπουν.
Τα Λυπημένα Χριστούγεννα Των Ποιητών (Μίλτος Σαχτούρης)
Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…
Α! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών.
Χριστούγεννα (Τέλλος Άγρας)
Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.
Να ‘Μουν Του Σταύλου Έν’ Άχυρο (Κωστής Παλαμάς)
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Χριστούγεννα Του Χωριού (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος)
Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.
Η Ερμηνεία Των Μάγων (Δημήτρης Καλοκύρης)
Δουλεύει κάθε νύχτα ευλαβικά
τα ηδονικά σκηνώματα
απάνω στο αμόνι των σωμάτων,
με αγυρτείες και γητέματα
τινάζοντας εδώ κι εκεί τη μαύρη χαίτη
και με το βλέμμα να σου συννεφιάζει το μυαλό
όπως διπλώνει ωραία το ρούχο
πάνω στο καπνισμένο ασήμι
και χωρίζει λιγάκι τα γόνατα
για ν’ ακουμπήσει το μηνίσκο δεξιά.
Την κοιτάς που κουρνιάζει περήφανα
στο Κριάρι ανάμεσα και στο κέρας του Ταύρου
ποντάροντας στα κρυπτικά αρώματα
που αναδεύει στην πυρακτωμένη σάρκα,
καθώς ένας σκοπός
που ξέμεινε αργά έξω απ’ το τείχος
στρώμα μιας αιγύπτιας
γύρισε μεθυσμένος τα χαράματα
κι άνοιξε τις ανατολικές πύλες
να περάσει ο θεός.
Ο Κώστας Κρυστάλλης Παραμονή Χριστουγέννων 2013 Εν Αθήναις (Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Αθηνάς και Ευριπίδου γωνία στέκομαι εμπύρετος, βουβός.
Αμμωνία από του στήθους τις αναθυμιάσεις.
Άγριο γλυκοσάλεμα.
Εσύ, θα περάσεις μικρή Ουρανία, στο χαλασμό του πλήθους.
Μήτε θα κοιτάξεις, μήτε θα μιλήσεις. Καλλικέλαδα –στο σπήλαιο πάντα, του στήθους– καίγονται πουλιά.
Εσύ, θα μ’ αφήσεις. «Βλέπω φανερά τον γκρεμό μου» σας έγραψα, κύριε, Σπυρίδωνα Λάμπρο. «Το έθνος βουλευτοκρατείται».
Να ’βρω μια Σκιά, κι ας είν’ του Άδου.
Τον χαμό μου.
Να βουλιάξω στα παληά τα χρόνια.
Χρόνος των Αθηνών, η Εφημερίς.
Της Ηπείρου Φωνή, η στήλη μου.
Κι ο αχός του Απείρου, λύνει τα νερά, με καίει με χιόνια.
Αθηνάς και Ευριπίδου γωνία φλέγομαι.
Έχει κρύο.
Κι η ανία για σας, πόση, ένδοξε κύριε Παράσχο!
Θα μπω στον τάφο μου. «… αύριο, του Χριστού, θα φέξει», γράφω στον αδελφό μου. «Τον Σταυρό Του πάσχω».
Δροσολογιά ο θάνατος. Κι όποιος αντέξει.
Χριστούγεννα (Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη)
Αχός χαράς την πλάση,πέρα ως πέρα,
απόψε τρικυμίζει ΄ τόσα μύρα
ποτέ δε βαλσαμώσαν τον αγέρα,
των ουρανών ανοίχτη, λες, η θύρα.
Έν’άστρο μόνο ΄κι ω, τι φως πλημμύρα
στον μεσονύχτιον ήσυχον αιθέρα!
Αγγέλοι υμνολογούν την άγια μέρα,
που ανθρώπινη ο Θεός εδέχτη μοίρα.
Μάγους σοφούς κι αθώους βοσκούς αντάμα
η φάτνη ταπεινή συναδερφώνει ΄
κι ανίδεη στο υπέρθεο τούτο θάμα
– ποιο θάμα σαν το φως του λογισμού της;-
εκστατική,μια μάνα καμαρώνει
το πρώτο χαμογέλασμα του γιου της!
Δεκαετία ’50 (Γιάννης Τσίγκρας)
Εκείνα τα χρόνια η φτώχεια περίσσευε
Τη μαζεύαμε, λοιπόν, σε πιάτα
Και τη μοιράζαμε στους γείτονες
Η κυρα-Λένη τρία σαλιγκάρια στο πιάτο, για μας
Κι εμείς σκέτες πικραλήθρες για την κυρα-Αρετή
Κι αυτή, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο
Στολισμένο με βόλους, τυλιγμένους με χρυσόχαρτα
Για να το βλέπει όλος ο κόσμος – το `κανε χωρίς έπαρση
Τα θερινά απογεύματα, οι γριούλες έγνεθαν ποκάρια απ’ το
Γειτονικό εργοστάσιο του Τζήμα και οι νεότερες έπλεκαν
Πολύχρωμες, μ’ αυτά, φανέλες, για όλα τα παιδιά της γειτονιάς
Ένα βράδυ πέρασε απ’ τη γειτονιά μας ο Χριστός
Ζήτησε ένα ποτήρι νερό και του το `φεραν με προθυμία
Εκείνος ευλόγησε και χάθηκε στο δειλινό
Από τότε η φτώχεια μας έσπασε σε άπειρα κομμάτια
Μέχρι που χάθηκε εντελώς ή τη συνηθίσαμε.
Ο Άσπρος Λαγός (Χλόη Κουτσουμπέλη)
Χριστούγεννα.
Παραμονή.
Κισσός-Άγιος Δημήτριος με τα πόδια.
Ομίχλη πηχτό σύννεφο στο δάσος
δέντρα νύμφες με κλαδιά ψαλίδια
κουνιούνται ρυθμικά
ακούγεται μόνο
ο ήχος των φύλλων που σέρνονται στο χώμα.
Το πρόσωπό σου όμορφο, οικείο.
Ξάφνου ένας λαγός πετάγεται μπροστά μας.
Σχεδόν κλαίμε από συγκίνηση.
Ίσως το βράδυ κοιμηθώ μαζί σου,
ίσως όχι.
Ίσως αύριο με εγκαταλείψεις.
Όμως ο λαγός-στιγμή
ασπρόμαυρη φωτογραφία
θα διασχίζει για πάντα το σκοτάδι
σ’ ένα δάσος
Χριστούγεννα παραμονή
στο Πήλιο.
Χριστούγεννα (Φερνάντο Πεσόα)
Ένας Θεός γεννιέται. Άλλοι πεθαίνουν. Η Αλήθεια
ούτε ήρθε ούτε υπήρξε. Το τι είναι πλάνη αλλάζει.
Άλλη αιωνιότητα αυτή, άλλη συνήθεια,
κι ό,τι ήταν πριν πάντα καλύτερο φαντάζει.
Η επιστήμη οργώνει στα τυφλά το χώμα να ξεμπλέξει.
Ονείρου παραλήρημα της πίστης τα ιδεώδη.
Νέος Θεός σημαίνει απλά μια νέα λέξη.
Μην ερευνάς και μην πιστεύεις. Τα πάντα είναι γριφώδη.
Φτάνουν Χριστούγεννα (Μπέρτολτ Μπρεχτ)
Φτάνουν Χριστούγεννα λοιπόν! Παραμονή
κι εμείς σαν όλους ετοιμάσαμε γιορτή.
Μα δεν είν’ άνετα σαν φάτνη εδώ μέσα:
Μπαίνει το κρύο από παντού, δεν έχει μπέσα.
Χριστούλη, κόπιασε, γεννήσου αν θες, μα κοίτα:
Σου στρώσαμε, δεν έχει τζάκι όμως και πίττα.
Τρέμουμε κι όλοι αγκαλιαζόμαστε σφιχτά
σαν τους πρωτόγονους σε σκοτεινή σπηλιά.
Το χιόνι πέφτει στο κορμί μας, το παγώνει.
το χιόνι εισβάλει στην καλύβα και σαρώνει.
Κόπιασε, χιόνι, μπες, θα βρεις φίλους εδώ:
Κι εμάς μας έδιωξαν από τον ουρανό.
Κρασί ζεσταίνουμε, παλιό και δυνατό.
κάνει καλό με τέτοιον άγριο καιρό.
Ζεστό κρασί, ξύλα στην πόρτα καρφωμένα.
Έξω, ουρλιάζουνε αγρίμια θυμωμένα.
Κοπιάστε, αγρίμια, να κρυφτείτε απ’ το χιονιά:
Ούτε τ’ αγρίμια έχουνε ζεστή φωλιά.
Θα ρίξουμε τα πανωφόρια στη φωτιά,
να γίνει η φλόγα της για λίγο πυρκαγιά,
να ζεσταθούμε ενώ θα καίγεται η στέγη,
να ζούμε όταν το σκοτάδι πια θα φεύγει.
Κόπιασε, άνεμε -εκεί έξω πως αντέχεις;
Κι εσύ κουράστηκες, κι εσύ σπίτι δεν έχεις.
Δεύτε Ίδωμεν Πιστοί (Γ.Βερίτης)
Ω, συ μεγάλε Αναμενόμενε
του δύστυχου πεσμένου ανθρώπου!
Για Σε ψαλμοί κι’ ωδές και σίβυλλες,
για σένα οι θρύλοι κάθε τόπου.
Για Σε ο Δαβίδ τη λύρα ανάκρουσε,
κι’ ο μεγαλόπνοος Ησαΐας,
πού διασκελίζοντας τα σύνορα
της Ιουδαίας και της Ασίας,
στης γης τα πέρατα το κήρυξε,
πώς θείο Παιδί για μας εδόθη,
π’ όλοι θα βρουν σ’ Αυτό την πλήρωση
οι πανανθρώπινοι μας πόθοι.
Τον ερχομό Σου, ώ! πώς τον πρόσμενε
του βράχου ό τραγικός Δεσμώτης,
όσο τα σπλάγχνα τ’ όρνιο εσπάραζε
της αδαπάνητης του νιότης!
Κι ήρθες! Δεν ήρθες μ’ αστροπέλεκα
και με βροντές και καταιγίδα.
Ήρθες σαν αύρα, σαν πνοή, σαν φως,
σαν ορθρινή δροσοσταλίδα.
Ήρθες! Μπροστά σου γονατίζουμε
Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον λατρευτό μας και τον Ένα.
Λάμπουν Σαν Δάκρυα Τα Χριστούγεννα (Τόλης Νικηφόρου)
Ένας μικρός χριστός
γεννιέται πάλι αύριο,
μόνος στον κόσμο.
ένας μικρός χριστός
που ζωγραφίζει θαμπά
στο τζάμι δέντρα για τα
παιδιά, καράβια για τα
όνειρα, ένα παραμύθι
της αγάπης για τους
απελπισμένους.
παραμονή και τα
χιλιάδες φώτα της
πλατείας στα μάτια του
λάμπουν σαν δάκρυα.
Χριστούγεννα (Έλυα Βερυκίου)
Χριστούγεννα.
Κάτω από το χιόνι, ανάμεσα στα αγκάθια του χειμώνα,
να αναζητούμε ίριδες.
Χρειάζεται η ασθένεια ή ο κατατρεγμός,
να βγάλει φύλλα πάνω στο κλαδί του εαυτού η επίγνωση.
Κι αν είναι ένα μηχάνημα η πρόφαση
για να σου σπινθηρογραφήσει την ψυχή,
η διάγνωση μοιάζει δώρο πολύτιμο, που άδολα προσφέρεται.
Ήρθε η ώρα, όπως φαίνεται, για εκείνη τη μητρική αγκαλιά, που τόσο πόθησες.
Πίδακας, που αναβλύζει στη νύχτα σου φως και τρυφερότητα.
Για να εγκαταλείψουμε της υλοφροσύνης την παγωμένη λίμνη,
πρέπει η αθωότητα να τυλιχθεί απαλά με σπάργανα,
αθόρυβα να διαλυθούν τα πταίσματα.
Κι αν είναι μ’ ένα δάκρυ για όσους πονούν,
νούφαρα γαλάζια να επιπλεύσουν μέσα στην καρδιά,
ευχαριστώ.
Ευχαριστώ που χρειάστηκε μία γέννηση ανώδυνη
και κυρίως η δική Σου συγκατάβαση
για να Σε αισθανθώ Ανατολή μου με όλα Σου τα χρώματα.
Χριστούγεννα 1956 (Γιάννης Καρατζόγλου)
Φύσαγε τρελά ο Βαρδάρης στην πλατεία
κατέβαινε απ’ τα Κρούσια στον Αϊ-Δημήτρη
σήκωνε τόνους νιφάδες προς την Κόκκινη Εκκλησιά
σχημάτιζε λόφους παγωμένο χιόνι προς την Εγνατία.
Απ’ τα κοντά μπατζάκια το κρύο έμπαινε ψηλά στο σώμα
καθώς πηγαίναμε για κάρβουνα με τον πατέρα στην Ολύμπου
η σόμπα έκαιγε ασταμάτητα, να μπουμπουνίσει έλεγε η γιαγιά
βάζαμε εφημερίδες στις χαραμάδες για να φτουρήσει η θέρμανση.
Καμία νοσταλγία για τα παλιά, για τις μασίνες και τα κάρβουνα
τις εποχές της φτώχειας, του κάρβουνου, της ξυλόσομπας.
Μόνη νοσταλγία για τα παιδικά χρόνια, τα ανεπίστρεπτα,
τότε που ο νέος αιώνας ήτανε έτη φωτός μπροστά…
Το Αστέρι Των Χριστουγέννων (Φανή Αθανασιάδου)
Το αστέρι των Χριστουγέννων
λάμπει απόψε
και γω τραγουδώ με την κιθάρα μου
και ελπίζω, ελπίζω πως ο ήλιος
θα λάμπει αύριο πάλι
και τραγουδώ για την ειρήνη
Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος
αλλά για μένα
το αστέρι των Χριστουγέννων
λάμπει απόψε.
Περπατώ στους δρόμους της πόλης
και τραγουδώ για την ειρήνη
όλου του κόσμου.
Ένας ήλιος ανέτειλε απόψε.
Χριστουγεννιάτικο (Φανή Αθανασιάδου)
Θα ’ναι η οριστική ρήξη
ένα μειδίαμα στο πρόσωπο
ράγισμα στο γυαλί∙
ένας απρόσκλητος επισκέπτης
ανήμερα τα Χριστούγεννα
μες στις μέρες των γιορτών
να γνέφει με το χέρι του
πως όλα εδώ τελειώσανε
πως πρέπει να ψάξουμε
γι’ άλλη γη
γι’ άλλα μέρη…
να μείνουμε εκεί
να μεγαλώσουμε
και ίσως κάποτε
αγαπηθούμε ξανά.
Φωτογραφία εξωφύλλου από Vadim Burdujan