Τα παράδοξα με τον Νίτσε είναι πολλά και η λανθασμένη σύνδεσή του με τα απολυταρχικά καθεστώτα παρέρχονται από την έλλειψη ορθής μελέτης του έργου του, αλλά και την παντελή άγνοια των διατυπώσεων του για τη δομή και την έννοια του κράτους.
Το έργο του Νίτσε μοιάζει σαν έναν πίνακα όπου η παρατηρήσεις διαφορετικών ανθρώπων επεξηγούν διαφορετικά νοηματικά μοτίβα, που μοιάζουν να αναδεικνύουν πιότερο τη δική τους σκέψη παρά αυτή του αρχικού αφηγητή και δημιουργού. Ο Νίτσε πίστευε πως το κράτος θανατώνει τη ψυχή των λαών και η πλήρης καταστροφή του θα αναγεννήσει τον νέο άνθρωπο. Καμία συμπόρευση, καμία υποταγή, καμιά εθελοθυσία με το κάλυμμα του ηρωισμού.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως το απόφθεγμά του «Το κράτος; Τι ειν’ αυτό; Ε, λοιπόν, τώρα ανοίξτε τ’ αυτιά σας, γιατί θα σας μιλήσω για τον θάνατο των λαών» μόνο υποστηρικτικό πως την απολυταρχία δεν είναι. Αντίθετα εναντιώνεται σ΄ όλες τις μορφές του. Ας ανοίξουμε τα μάτια μας και ακόμη περισσότερο το μυαλό μας, ώστε να καταλάβουμε έστω και τώρα τα λεγόμενά του.
Νίτσε: «Στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι περισσότερο βάρβαρη από τον άντρα»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Φρίντριχ Νίτσε, «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα» – Εκδόσεις Γνώση
Το κράτος; Τι ειν’ αυτό; Ε, λοιπόν, τώρα ανοίξτε τ’ αυτιά σας, γιατί θα σας μιλήσω για τον θάνατο των λαών.
Το κράτος είναι το πιο ψυχρό απ’ όλα τα ψυχρά κτήνη. Ακόμη και το ψέμα του είναι ψυχρό, κι αυτό το ψέμα σταλάζει από τα χείλη του: «Εγώ το κράτος, είμαι ο λαός».
Αυτό είναι ψέμα! Ήταν οι δημιουργοί που έφτιαξαν τους λαούς και κρέμασαν πάνω τους την πίστη και την αγάπη: έτσι υπηρέτησαν τη ζωή.
Αυτοί όμως που στήνουν παγίδες στους πολλούς και τις λένε κράτος είναι οι χαλαστές: κρεμούν ένα σπαθί κι εκατοντάδες πόθους πάνω τους.
Εκεί όπου υπάρχει ακόμη λαός, υπάρχουν οι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν το κράτος, και το μισούν σαν το κακό μάτι και την αμαρτία ενάντια στα έθιμα και στο νόμο.
Σας προσφέρω αυτό το σημάδι: ο κάθε λαός μιλά τη δική του γλώσσα του Καλού και του Κακού: ο γείτονας του δεν καταλαβαίνει αυτή τη γλώσσα. Επινόησε τη γλώσσα αυτή για τον εαυτό του μεσ’ από τα έθιμα και τους νόμους.
Αλλά το κράτος λέει ψέματα σ’ όλες τις γλώσσες του Καλού και του Κακού· και με το κάθε τι που λέει, λέει ψέματα – και με το κάθε τι που κάνει, κλέβει.
Το κάθε τι πάνω του είναι επίπλαστο· δαγκώνει με κλεμμένα δόντια. Ακόμη κι η κοιλιά του είναι ψεύτικια.
Το μπέρδεμα της γλώσσας του Καλού και του Κακού, – αυτό το γνώρισμα σας προσφέρω, σαν το σημάδι του κράτους.
Αποκαλώ κράτος, εκεί όπου όλοι, καλοί και κακοί πίνουν δηλητήριο: το κράτος εκεί όπου όλοι αργά αυτοκτονούν κι αυτό το λένε ζωή.
Κοιτάξτε μονάχα αυτούς τους παραπανίσιους ανθρώπους! Κλέβουν για λογαριασμό τους τα έργα των εφευρετών και τους θησαυρούς της σοφίας: αποκαλούν την κλοπή τους πολιτισμό, – κι όλα γίνονται αρρώστια και κακομοιριά.
Κοιτάξτε μονάχα όλους αυτούς τους περισσευούμενους ανθρώπους! Είναι όλοι τους άρρωστοι, ξερνούν τη χολή τους κι αυτό το λένε εφημερίδα. Καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλο και δεν μπορούν να χωνέψουν ούτε τον ίδιο τον εαυτό τους.
Κοιτάξτε μονάχα αυτούς τους περισσευούμενους ανθρώπους! Αποκτούν πλούτη και γίνονται φτωχότεροι μ’ αυτά! Ποθούν εξουσία κι ιδιαίτερα το μοχλό της εξουσίας, που είναι το πολύ χρήμα, – αυτοί οι ανίκανοι άνθρωποι!
Κοιτάξτε πως σκαρφαλώνουν αυτοί οι ευλύγιστοι πίθηκοι! Σκαρφαλώνουν ο ένας πάνω στον άλλο, κι έτσι βουλιάζουν στη λάσπη και στην άβυσσο.
Όλοι τους παλεύουν να φτάσουν το θρόνο: είναι μια τρέλα που τους κατέχει, – λες κι η ευτυχία κάθεται ποτέ πάνω σε θρόνο! Συχνά βρωμιάρηδες καθίζουν στο θρόνο, – και συχνά ο θρόνος καθίζει πάνω στις βρωμιές το ίδιο!
Η γη έχει ακόμη ελεύθερο τόπο για τις μεγάλες ψυχές. Πολλά μέρη – όπου η μυρωδιά της ήρεμης θάλασσας απλώνεται πανωθέ τους – ειν’ ακόμη ελεύθερα για τους μοναχικούς και τα μοναχικά ζευγάρια.
Μια λεύτερη ζωή εξακολουθεί ακόμη να υπάρχει για τις μεγάλες ψυχές. Στ’ αλήθεια, αυτός που κατέχει λίγα, πολύ λιγότερο κατέχεται, – ας είναι ευλογημένη έτσι τούτη η σεμνή μας φτώχια!
Μόνο εκεί όπου το Κράτος παύει να υπάρχει, μπορεί ν’ αρχίσει ο άνθρωπος που δεν είναι περισσευούμενος: μπορεί ν’ αρχίσει το τραγούδι του απαραίτητου ανθρώπου, η μοναδική κι αναντικατάστατη μελωδία.
Εκεί όπου το Κράτος παύει, – κοιτάξτε εκεί, αδελφοί μου. Δεν τα βλέπετε: το ουράνιο τόξο και τις γέφυρες του Υπεράνθρωπου;»
Φρίντριχ Νίτσε: «Ο Θεός είναι νεκρός και εμείς τον έχουμε σκοτώσει»