Ο Ουμπέρτο Έκο ήταν μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος και κριτικός λογοτεχνίας, γνωστός για την πολύπλευρη διάνοιά του και το πλούσιο συγγραφικό του έργο.
Γνωστότερος για το μυθιστόρημά του “Το όνομα του ρόδου”, ο Έκο συνδύασε αριστοτεχνικά την ιστορική ίντριγκα με τους διανοητικούς γρίφους, εξερευνώντας την αλληλεπίδραση της γνώσης, της εξουσίας και της θρησκείας στη μεσαιωνική Ευρώπη.
Το έργο του συχνά εμβάθυνε στη μελέτη των σημείων και των συμβόλων, και την επίδρασή τους στον πολιτισμό και την επικοινωνία. Η πολυμάθεια του Έκο επεκτάθηκε πέρα από τη μυθοπλασία- έγραψε δοκίμια με θέματα που κυμαίνονται από την αισθητική έως τη λαϊκή κουλτούρα. Η ικανότητά του να συνδυάζει το επιστημονικό μωσαϊκό με τη συναρπαστική αφήγηση άφησε ανεξίτηλο στίγμα στη λογοτεχνία και την κριτική θεωρία, εμπνέοντας αναγνώστες σε όλο τον κόσμο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο « Χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας» (εκδ. Ψυχογιός).
«Νομίζω ότι έχουν περάσει πια δεκαπέντε χρόνια από τότε που έγραφα ότι η Ευρώπη μέσα σε μια δεκαετία θα γινόταν έγχρωμη ήπειρος, αλλά η όλη διαδικασία θα κόστιζε δάκρυα και αίμα. Δεν ήμουν προφήτης, απλώς ένας άνθρωπος με κοινή λογική που στρέφεται συχνά στην Ιστορία, βέβαιος ότι μαθαίνοντας όσα συνέβησαν, συχνά καταλαβαίνει κανείς αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν.
Χωρίς να σκεφτούμε τις τρομοκρατικές απόπειρες, αρκεί να δούμε τι ταράζει τις ψυχές αυτόν τον καιρό. Στη Γαλλία, ένας καθηγητής λυκείου γράφει επικριτικά πράγματα απέναντι στη μουσουλμανική θρησκεία και διατρέχει κίνδυνο η ζωή του. Στο Βερολίνο, βγάζουν την αφίσα ενός Ιδομενέα του Μότσαρτ, στην οποία εμφανίζονταν τα κομμένα κεφάλια όχι μόνο του Ιησού και του Βούδα (πάει καλά) αλλά και του Μωάμεθ. Δε μιλώ για τον πάπα που εν τέλει στην ηλικία του θα έπρεπε να ξέρει ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα σε ένα πανεπιστημιακό μάθημα του οποιουδήποτε καθηγητή και στην ομιλία ενός ποντίφικα που μεταδίδεται απ’ όλες τις τηλεοράσεις και, επομένως, θα έπρεπε να είναι λίγο πιο προσεκτικό (αλλ ‘ασφαλώς εκείνοι που βρήκαν πρόφαση σε ένα ιστορικό απόφθεγμα για να προσπαθήσουν να εξαπολύσουν ένα νέο θρησκευτικό πόλεμο δεν είναι από τους ανθρώπους που θα επέλεγα για να βγω για φαγητό μαζί τους).
Για την περίπτωση του Γάλλου καθηγητή έγραψε ένα ωραίο άρθρο ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί (βλ. την Corriere της 4ης Οκτωβρίου). Ο ίδιος μπορεί να είναι σε πλήρη διαφωνία με τις απόψεις του άλλου, αλλά πρέπει να υπερασπιστεί το δικαίωμά του να εκφράζει μια ελεύθερη άποψη στα θρησκευτικά θέματα και δεν μπορεί να υποκύπτει σε εκβιασμούς. Για την περίπτωση του Ιδομενέα, στο ίδιο αντίτυπο της Corriere ο Σέρτζο Ρομάνο γράφει ό,τι θα προσπαθήσω να επαναλάβω με δικά μου λόγια, για τα οποία δεν είναι υπεύθυνος αυτός: αν ένας σκηνοθέτης, άρρωστος με τις καινοτομίες, ανεβάσει μια όπερα του Μότσαρτ βγάζοντας επί σκηνής τα κομμένα κεφάλια κάποιων ιδρυτών θρησκειών, ενώ του Μότσαρτ δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό, το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τον πάρουμε με τις κλωτσιές, αλλά για αισθητικούς και φιλολογικούς λόγους, όπως είναι για κλωτσιές κι εκείνοι οι σκηνοθέτες που ανεβάζουν τον Οιδίποδα τύραννο με ήρωες που φορούν ριγέ σταυροκούμπι. Μα να που την ίδια μέρα, στη Republica, ένας φημισμένος μουσικός όπως ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, μολονότι αναρωτιέται συνετά αν μια τέτοια σκηνοθεσία βρίσκεται στο πνεύμα του Μότσαρτ, κάνει έκκληση στα δικαιώματα της τέχνης.
Νομίζω ότι ο φίλος Ντάνιελ θα συμφωνούσε με το παράπονο ότι πριν από χρόνια είχε επικριθεί (ή απαγορευτεί) μια σκηνοθεσία του Εμπόρου της Βενετίας του Σαίξπηρ, διότι ναι μεν εμπνεόταν από έναν αντισημιτισμό συνηθισμένο για την εποχή (από τον Σόσερ και μετά), ωστόσο μας έδειχνε στο πρόσωπο του Σάιλοκ μια περίπτωση ανθρώπινη και αξιολύπητη. Αλλά να τι βρίσκουμε μπροστά μας: τον φόβο να μιλήσουμε. Και υπενθυμίζοντας ότι για όλα αυτά τα ταμπού δεν ευθύνονται οι μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές (που στο ζήτημα της ευθιξίας δεν αστειεύονται), μα ξεκίνησαν με την ιδεολογία του politically correct η οποία μπορεί καθ’ εαυτή να εμπνεόταν από την αίσθηση σεβασμού απέναντι σε όλους, αλλά τώρα πια σου απαγορεύει, τουλάχιστον στην Αμερική, να πεις ανέκδοτα, δε θα πω για τους εβραίους, τους μουσουλμάνους και τους ανάπηρους, αλλά για τους Σκοτσέζους, τους Τζενοβέζους, τους Βέλγους, τους καραμπινιέρους, τους πυροσβέστες, τους οδοκαθαριστές και τους Εσκιμώους (που δεν πρέπει να αποκαλούνται έτσι, αλλα αν τους αποκαλέσω όπως θέλουν οι ίδιοι, κανείς δε θα καταλάβει για ποιους μιλάω).
Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, δίδασκα στη Νέα Υόρκη και για να δείξω πώς αναλύεται ένα κείμενο, επέλεξα σχεδόν τυχαία ένα αφήγημα όπου (σε μία μόνο γραμμή) ένας αθυρόστομος ναύτης όριζε το αιδοίο μιας πόρνης «μεγάλο σαν το έλεος του…» – και βάζω αποσιωπητικά στη θέση του ονόματος μιας θεότητας. Στο τέλος, με πλησίασε ένας φοιτητής, εμφανώς ιουσουλμάνος, που με κατηγόρησε με κάθε σεβασμό ότι είχα δείξει έλλειψη σεβασμού απέναντι στη θρησκεία του. Προφανώς, του απάντησα ότι εγώ απλώς μετέφερα τη χυδαιότητα κάποιου άλλου, αλλά όπως και να ’χε, ζήτησα συγγνώμη. Ωστόσο, την επόμενη μέρα ενέταξα στην ομιλία μου μία ασεβή (αν κα παιχνιδιάρικη) νύξη σε κάποιο εμβληματικό πρόσωπο του χριστιανικού Πανθέου. Όλοι άρχισαν να γελούν και εκείνος συμμετείχε στη γενική ευθυμία. Στο τέλος, τον έπιασα απ’ το μπράτσο και τον ρώτησα γιατί είχε δείξει έλλειψη σεβασμού απέναντι στη δική μου θρησκεία. Έπειτα όμως, προσπάθησα να του εξηγήσω τη διαφορά ανάμεσα σε ένα αστείο, στο να επικαλείσαι το όνομα του Θεού επί ματαίω και στο να ξεστομίζεις βλαστήμιες, προσκαλώντας τον να δείχνει μεγαλύτερη ανοχή. Μου ζήτησε εκείνος συγγνώμη και πιστεύω ότι κατάλαβε. Αυτό που ίσως δε συνέλαβε απολύτως είναι η τεράστια ανοχή του καθολικού κόσμου, καθώς σε μια «κουλτούρα» της βλαστήμιας, όπου ακόμα κι ένας θεοφοβούμενος μπορεί να χαρακτηρίσει το ανώτατο ον με ακατονόμαστα επίθετα, ποιος μπορεί πια να σκανδαλιστεί απ’ οτιδήποτε;
Δεν μπορεί όμως να είναι όλες οι εκπαιδευτικές σχέσεις τόσο ειρηνικές και πολιτισμένες όπως αυτή που είχα με τον φοιτητή μου. Για τα υπόλοιπα, καλύτερα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Αλλά τι θα συμβεί σε μια κουλτούρα, αν για τον φόβο μήπως διαπράξεις καμιά γκάφα, ούτε καν οι μελετητές θα μπορούν να αναφερθούν (ας πούμε) σε έναν Άραβα φιλόσοφο; Θα προκαλούνταν μια damnatio memoriae το σβήσιμο μιας αξιοσέβαστης διαφορετικής κουλτούρας μέσα απ’ τη σιωπή. Και δε θα ωφελούσε την αμοιβαία γνώση και κατανόηση.»