Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο διαπρεπής Έλληνας ποιητής, στέκεται ως ένας σύγχρονος βάρδος, του οποίου οι στίχοι διατρέχουν τα τοπία της ανθρώπινης εμπειρίας και την ουσία της ελληνικής ψυχής. Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1911, η ζωή και το έργο του Ελύτη συμπυκνώνουν τη διαδρομή ενός ποιητή του οποίου οι λέξεις έγιναν η ενσάρκωση της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Ο Οδυσσέας Ελύτης μετουσίωσε τη βαθιά ριζωμένη σχέση του με την Ελλάδα σε στίχους που προκαλούν μια συλλογική μνήμη και μια κοινή λαχτάρα. Η ποίηση του Ελύτη είναι μια συμφωνία της γλώσσας, που συνδυάζει τον μυθικό απόηχο της αρχαίας Ελλάδας με τη ζωντανή παλέτα της σύγχρονης ύπαρξης. Οι στίχοι του χορεύουν σαν το φως του ήλιου στην επιφάνεια του Αιγαίου, αποτυπώνοντας τις αποχρώσεις της φύσης, τους ψιθύρους της θάλασσας και τον απόηχο των περασμένων αιώνων. Ένθερμος θαυμαστής των τοπίων, των παραδόσεων και της πνευματικότητας της πατρίδας του.
Ο Οδυσσέας Ελύτης άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στον κόσμο της λογοτεχνίας, γοητεύοντας καρδιές πέρα από τα σύνορα. Η βαθιά εξερεύνηση της ελληνικής ταυτότητας, το ποιητικό του όραμα και η ακλόνητη αφοσίωσή του στο ελληνικό τοπίο είναι εμβληματικά της βαθιάς του δέσμευσης για τη διατήρηση της διαχρονικής ουσίας του πνεύματος του έθνους του. Σε αυτές τις σελίδες, ταξιδεύουμε στο λαβύρινθο της ζωής και των λόγων του, με οδηγό τη λυρική του πυξίδα που περιηγήθηκε στις θάλασσες της ιστορίας και της μνήμης, αφήνοντας μια κληρονομιά που συνεχίζει να εμπνέει και να φωτίζει.
Οδυσσέας Ελύτης: 10 αγαπημένα ποιήματα που κράτησαν συντροφιά ως παιδιά και ως ενήλικες.
Τα τζιτζίκια
Η Παναγιά τα πέλαγα
κρατούσε στην ποδιά της.
Την Σίκινο, την Αμοργο
και τ’ άλλα τα παιδιά της.
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:
Ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Απο την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες.
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:
Ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.
Ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει και ζει
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Γυμνός, Iούλιο Μήνα
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
Η πορτοκαλένια
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει,
σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!
Eτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί,
έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
έτσι καθώς αστραψανε χελιδονοουρές,
σάστησαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
σάστησαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια,
κι όλα μαζί συνάχτηκάν κι όλα μαζί την είδαν,
κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος,
όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει.
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια,
τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές,
τη λέει κ’ η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:
-Σήκω μικρή, μικρή, μικρή πορτοκαλένια!
Oπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός,
που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό ανέμους
Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ
Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!
Εκείνο που δε γίνεται
Nα ‘χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παρά-
θυρο έξω ! Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται ! Kο-
ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία
κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε
μην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουν
στο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κι
αγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης από τ’ άλλο μέ-
ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα
περισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-
κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-
ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Aλλ’ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη
κι έξω στο κατώφλι
O λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθα-
νά φαίνονται όλα και προ πάντων τα βουνά της Kρή-
της που μικρός τα ‘χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δρο-
σερά μα τι σημαίνει
Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο
ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρά σου
Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη
κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν
για πάντα σκοτεινιάσει
Σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει
άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.
Η Μάγια
Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ’ απ’ τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ’ αγιάζι κι η ερημιά.Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
Ευχαριστώ μα `ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.
Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
Πάρ’ την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά `σαι ο άντρας τ’ ουρανού.
Είπε, και πριν βγάλω μιλιά
μου την καρφώνει στα μαλλιά
Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ’ αποχαιρετά.
Το Μαγισσάκι
Από τους χρόνους τους παλιούς, το ‘χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες, να βρω το Μαγισσάκι.
Τ’ άπιαστο σαν αερικό, στην εμορφιά του Μάη
που αν κάνεις να τον μυριστείς, αλλοίμονο σου -εκάης
Έβγα έβγα Μαγισσάκι, χτύπα χτύπα το ραβδάκι
Τι ζουμπούλια και τι κρίνα, τι κι ετούτα τι κι εκείνα.
Ντο και ρε και μι και φα, μες στα ροζ τα σύννεφα
Ντο και ρε και φα και μι, φούχτα μου και δύναμη.
Ποιος θα μου δώκει δύναμη, κι ένα μακρύ καμάκι
να βγω στις πέρα θάλασσες, να βρω το Μαγισσάκι
Που ‘ναι σπηλιά του ο ουρανός, άγγελος η μαμά του
κι αφρός το φουστανάκι του, στην άκρια του κυμάτου
Χτύπα χτύπα το ραβδάκι, χύνε το νερό στ’ αυλάκι
Τα παπιά και τα βαπόρια, παν μαζί και πάνε χώρια
Φα και ρε και μι και ντο, μες στο μπλε το ξάγναντο
Έξι τέσσερα κι οχτώ, γούρι μου και φυλαχτό.
Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές, ν’ ανάψω ένα κεράκι
να κάνει θαύμα στα κρυφά, για με το Μαγισσάκι.
Που να κοιμάμαι ξυπνητός, να τρέχω
να με λεν χωρίς καρδιά, μα νά’μαι ερωτευμένος.
Γειά σου κύριε Μενεξέ
Δύο συ και τρία γω
πράσινο πεντόβολο
μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε μενεξέ.
Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο.
Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε.
Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στη ροδιά.
Χοπ αν κάνω αριστερά
πάνω στη βατομουριά.
Το `να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη
τ’ άλλο στον αέρα πιάνει
πεταλούδα που δαγκάνει
Το τρελοβάπορο
Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες “βίρα μαινα”
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ τις δυό μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λόστρομο αθώο, ναύτη πονειρό.
Απο τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς,
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς.
Ελα Χριστέ και Κύριε, λέω κι απορώ,
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο,
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπετναους τους αλλάξαμε
Κατακλεισμούς ποτέ δε λογαριάσαμε,
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε,
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινο τον Ηλιο τον Ηλιάτορα!
Κωνσταντίνος Καβάφης: 10 αποφθέγματα του πεφωτισμένου ποιητή