Στον Ντοστογιέφσκι, συναντά κανείς τις ηχηρές αντηχήσεις της ανθρώπινης ψυχής, που αναλύονται και αποκαλύπτονται στο ενδοσκοπικό τοπίο των χαρακτήρων του.
Ανάμεσα στις σελίδες των αριστουργημάτων του, ξεδιπλώνεται ένα πέρασμα που φέρει το βάρος της βαθιάς ενδοσκόπησης και της αυτογνωσίας. Ο Ντοστογιέφσκι, ο μαέστρος της ψυχολογίας, εμβαθύνει στα παράδοξα της ύπαρξης, όπου η διχοτόμηση ανάμεσα στον ηρωισμό και τον εξευτελισμό διερευνάται με ακλόνητη ειλικρίνεια.
Ο πρωταγωνιστής, παγιδευμένος στο αδυσώπητο δίπολο του ήρωα, περιηγείται στα ύπουλα νερά της αυτοαντίληψης. “Είτε ήρωας είτε βούρκος, δεν υπήρχε μέσος όρος”, συλλογίζεται, συμπυκνώνοντας τη σκληρή δυαδικότητα που στοιχειώνει τη συνείδησή του. Ο αγώνας προκύπτει από την αδιάκοπη ταλάντωση μεταξύ αυτών των άκρων, όπου το ανάστημα του ήρωα επισκιάζει τη βρωμιά του βούρδουλα, παρέχοντας ένα απατηλό καταφύγιο για την κουρασμένη ψυχή.
Ωστόσο, η μικρο-αντίρρηση επιμένει – μια ενοχλητική διχόνοια που ούτε ο ηρωισμός ούτε ο εξευτελισμός μπορούν να εξαλείψουν. Επιμένει σε αναλαμπές, σύντομες υπενθυμίσεις των “δίκαιων και υψηλών” ιδανικών που διαφεύγουν της κατανόησης του πρωταγωνιστή. Ακόμα και στα βάθη της απελπισίας, η αγάπη ανθίζει με τη μορφή ονείρων, που γνέφουν από σφαίρες όπου η φαντασία ξεπερνά τα όρια του απτού.
Ο φανταστικός έρωτας, αν και αιθέριος, είναι ένα ελιξίριο που δοκιμάζεται στα ονειρικά τοπία του απλού ανθρώπου. Γίνεται μια δύναμη που αψηφά την προσαρμογή στα εγκόσμια, μια πολυτέλεια ανέγγιχτη από τις πραγματιστικές απαιτήσεις της πραγματικότητας. Ο πρωταγωνιστής, χαμένος στη γοητεία αυτών των ονείρων, βιώνει τη μεθυστική γοητεία κάθε “ωραίας και υψηλής” προσδοκίας.
Από τον «Ρασκόλνικοφ» του Ντοστογιέφσκι στον «Εχθρό» του Κάφκα – Μια ψυχολογική κάθοδος
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Το υπόγειο. Εκδόσεις: Γκοβόστη
«Ή ήρωας ή βούρκος, μέσος όρος δεν υπήρχε. Αυτό ήταν που με κατάστρεψε, γιατί στο βούρκο παρηγοριόμουν με το να ονειρεύομαι τον εαυτό μου ήρωα σ’ άλλες στιγμές κι ο ήρωας σκέπαζε όλο το βούρκο.
Ένας συνηθισμένος άνθρωπος, σκεφτόμουνα, ντρέπεται να βουτηχτεί στο βούρκο, μα ο ήρωας είναι πολύ ψηλός για να λασπωθεί ολόκληρος, επομένως μπορεί κανείς να μπαίνει στο βούρκο.
Είναι αξιοσημείωτο πως αυτές οι πλημμύρες κάθε ωραίου και υψηλού μ’ έβρισκαν και την ώρα της μικροπαρεκτροπής και κυρίως τη στιγμή που βρισκόμουν στο βυθό, μ’ έβρισκαν τμηματικά σε χωριστές μικρές αναλαμπές σα να ’θελαν να μου θυμίσουν τον εαυτό τους, δεν εξαφάνιζαν όμως την μικροπαρεκτροπή με την εμφάνισή τους.
Μα πόση αγάπη, Θεέ μου, πόση αγάπη δοκίμαζα σ’ αυτά τα όνειρά μου, σ’ αυτά τα ταξίδια μέσα στο κάθε «ωραίο και υψηλό».
Κι ας ήταν αγάπη φανταστική που σε τίποτε ανθρώπινο στην πραγματικότητα δεν προσαρμοζόταν, ήταν όμως τόσο πολλή, που ύστερα στην πραγματικότητα μήτε καν αισθανόμουν την ανάγκη να την προσαρμόσω κάπου – αυτό πια θα ’ταν μια περιττή πολυτέλεια.
Όλα, άλλωστε, ωραιότατα τέλειωναν με την οκνηρή και απολαυστική μεταπήδηση στην τέχνη, δηλαδή στις ομορφότερες φόρμες της ζωής, εντελώς έτοιμες, κατακλεμμένες απ’ τους ποιητές και τους μυθιστοριογράφους και προσαρμοσμένες σε κάθε λογής παραποιήσεις κι απαιτήσεις. Εγώ, π.χ., θριαμβεύω πάνω σ’ όλους.
Όλοι, εννοείται, πέφτουν μπρούμυτα κι αναγκάζονται θεληματικά ν’ αναγνωρίσουν όλες τις τελειότητές μου, κι εγώ πάλι τους συγχωρώ.
Ερωτεύομαι καθώς είμαι ένας διάσημος ποιητής και βαθμούχος.
Παίρνω αμέτρητα εκατομμύρια κι αμέσως τα θυσιάζω για τους ανθρώπους και ταυτόχρονα ξομολογιέμαι μπροστά σ’ όλον τον κόσμο τα αίσχη μου, που, εννοείται, δεν είναι απλώς αίσχη, μα περικλείουν πάρα πολύ από κάθε «ωραίο και υψηλό», κάτι το Μαμφρεδικό.
Όλοι κλαίνε και με φιλούν, (αλλιώς τι είδους βλάκες θα ’ταν;) κι εγώ προχωρώ ξυπόλητος και πεινασμένος να διδάξω τις νέες ιδέες».
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γράφει για την υποκρισία της κοινωνίας – Ένα κείμενο ουσίας