Το ποίημα είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της ικανότητας του Μπουκόφσκι να αποτυπώνει μια στιγμή ήρεμης οικειότητας μέσα στο σκηνικό ενός χαοτικού κόσμου.
Με τη χαρακτηριστική του ωμότητα και τις υποβλητικές εικόνες του, ο Μπουκόφσκι ζωγραφίζει μια σκηνή που είναι τρυφερή και η απλότητα του οικιακού σκηνικού -η σύντροφός του στο πλευρό του, η καθημερινή πράξη του να τραβάει τα σκεπάσματα- έρχεται σε έντονη αντίθεση με τα τεράστια, σχεδόν σουρεαλιστικά στοιχεία που εισάγει: το άδειο βουνό, η μακρινή γη της Σκωτίας, οι τυφλοπόντικες κάτω από τη γη και το μυστηριώδες λευκό χέρι από τον ουρανό.
Σε αυτές τις γραμμές, ο Μπουκόφσκι μεταφέρει αριστοτεχνικά την αντιπαράθεση του συνηθισμένου και του έκτακτου, του προσωπικού και του παγκόσμιου. Τα λόγια του μας προσκαλούν να σκεφτούμε την παροδική αλλά και βαθιά φύση των ανθρώπινων δεσμών, τα όνειρα και τις αποστάσεις που μας χωρίζουν, και την παρήγορη αλλά άπιαστη υπόσχεση μιας καλής νυχτερινής ξεκούρασης.
Ποιητική συλλογή: Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ΄την κόλαση, εκδόσεις Απόπειρα
Είναι πλάι μου: ένα κουβάρι
Μπορώ να νιώσω το τεράστιο, άδειο, βουνό
του κεφαλιού της.
Είναι ζωντανή˙ χασμουριέται,
ξύνει τη μύτη της,
τραβά τα σκεπάσματα.
Σε λίγο θα την καληνυχτίσω μ΄ένα φιλί
και θα κοιμηθούμε.
Πέρα, μακριά, είναι η Σκοτία
και κάτω απ’ τη γη
τρέχουν οι τυφλοπόντικες.
Ακούω μέσα στο σκοτάδι μηχανές,
κι από τον ουρανό ένα κατάλευκο χέρι
μας γνέφει:
καληνύχτα, γλυκιά μου, καληνύχτα.
Μπουκόφσκι: Είμαστε όλοι παγιδευμένοι από την ίδια μοναχική μοίρα