Το Μαντείο των Δελφών ήταν ένα από τα πιο διάσημα μαντεία της Αρχαίας Ελλάδας και του παλαιού κόσμου γενικότερα, που βρισκόταν στους Δελφούς. Αποτελούσε τον ομφαλό του κόσμου σύμφωνα με τον μυθικό λόγο, καθώς εκεί συναντήθηκαν δύο αετοί που ο Ζευς είχε αφήσει να πετάξουν προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα, το Μαντείο λειτουργούσε με τη μεσολάβηση της Πυθίας, η οποία θεωρείτο ότι επικοινωνούσε με τον θεό και έδινε τους χρησμούς. Κάθε τέσσερα χρόνια διεξάγονταν οι Πυθικοί αγώνες, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο Άγγελος Σικελιανός προσπάθησε να αναβιώσει αυτή την παράδοση.
Στην ίδια περιοχή υπήρχε παλαιότερο μαντείο αφιερωμένο στη θεά Γη κατά τη μυκηναϊκή εποχή. Μάλιστα, ανακαλύφθηκαν αγάλματα της θεάς στα ερείπια του ναού της Αθηνάς Προναίας και του Απόλλωνα. Η ίδρυση του Μαντείου οφειλόταν σε ένα χάσμα από το οποίο βγαίνανε αέρια που έθεταν τους ανθρώπους σε κατάσταση έκστασης. Στη συνέχεια, άλλοι θεοί λατρεύτηκαν εκεί, ενώ ο Απόλλωνας σκότωσε τον δράκο Πύθωνα, ο οποίος φυλούσε το μαντείο.
Την περίοδο της Γεωμετρικής Τέχνης, το μαντείο ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά στον Απόλλωνα, γεγονός που φαίνεται και από την αλλαγή των ειδώλιων από γυναικεία σε ανδρικά. Στην Ιλιάδα αναφέρεται ως ένας ιερός χώρος.
Οι επισκέπτες που επιζητούσαν να λάβουν χρησμό από την Πυθία χαρακτηρίζονταν ως θεοπρόπες. Στη διάρκεια των τελετουργιών στο Μαντείο, έπρεπε πρώτα να καθαρίζονταν με νερό από την πηγή της Κασταλίας, πληρώνοντας ένα ποσό, γνωστό ως πελανόν, το οποίο διέφερε ανάλογα με τον καθένα, και να προσφέρουν θυσία στον ναό του Απόλλωνα, συνήθως ένα αψίδι. Η θυσία έπρεπε να είναι άψογη, και ένας απαραίτητος οιωνός ήταν το ζώο να αρχίσει να τρέμει μετά το πλύσιμο με κρύο νερό. Μεταξύ των θεοπρόπων υπήρχε ιεραρχία, και οι πρώτοι που είχαν το δικαίωμα να λάβουν χρησμό ήταν οι κάτοικοι των Δελφών, ακολουθούμενοι από όσους είχαν τιμηθεί με την προμαντεία και, στη συνέχεια, από τους υπόλοιπους, με τη σειρά να καθορίζεται με κλήρο εντός των δύο τελευταίων ομάδων.
Παρόμοιες διαδικασίες κάθαρσης ακολουθούσε και η Πυθία. Κατά τη διάρκεια των τελετουργιών, μετά από μια σειρά τυπικών διαδικασιών, η Πυθία εισέρχονταν στα άδυτα του Μαντείου (άδυτον), όπου άκουγε την ερώτηση από τους ιερείς που βρίσκονταν στον δίπλα χώρο, γνωστό ως οίκος. Στη συνέχεια, έμπαινε σε μια κατάσταση εκστάσεως, ενώ οι ιερείς κατέγραφαν και ερμήνευαν τα λόγια που εκφράζονταν. Το Μαντείο επιμελούνταν πέντε άνδρες, οι οποίοι ανήκαν σε πέντε μεγάλες οικογένειες των Δελφών, γνωστές ως Δευκαλιωνίδες, και ονομάζονταν όσιοι, με έναν από αυτούς να είναι ο επικεφαλής, ο προφήτης.
Αρχικά, οι χρησμοί δίνονταν μία φορά τον χρόνο, κατά τη γιορτή γενεθλίων του Απόλλωνα, στις 7 του μηνός Βύσσιου. Ωστόσο, με την αύξηση της επισκεψιμότητας, δίνονταν κάθε μήνα την 7η, εκτός από τους χειμερινούς μήνες, καθώς τότε ο Απόλλωνας εγκατέλειπε τους Δελφούς και πήγαινε στους Υπερβορείους.
Οι χρησμοί αυτοί, γνωστοί για το διφορούμενο νόημά τους, αποτελούσαν για τον ελληνικό κόσμο της εποχής νόμο, καθιστώντας το Μαντείο έναν διαιτητή για πολύ σημαντικά θέματα, όπως πόλεμοι ή αποικισμοί. Ωστόσο, οι χρησμοί δεν ήταν πάντα ουδέτεροι, αλλά κάποιες φορές μεροληπτικοί, όπως στον Πελοποννησιακό πόλεμο που πήραν το μέρος των Λακεδαιμονίων.
Οι νόμοι της Σπάρτης θεσπίστηκαν με το κύρος του Μαντείου, ενώ οι αποικίες στην κάτω Ιταλία ιδρύθηκαν μετά από εντολές αυτού. Κατά την περίοδο του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ., με την αύξηση του ενδιαφέροντος για νέες αποικίες, το Μαντείο των Δελφών έζησε την ακμή του, καθώς πολλές αποστολές εκκινούσαν μετά από χρησμό του Μαντείου.
Η αναφορά σε εξωπραγματικά στοιχεία στον μύθο του Μαντείου των Δελφών, όπως η επικοινωνία της Πυθίας με τον θεό Απόλλων μέσω αναθυμιάσεων, έχει προκαλέσει αμφισβήτηση από μερίδα αρχαιολόγων. Αυτοί πιστεύουν ότι οι μύθοι αντιπροσωπεύουν κυρίως μια πνευματική πραγματικότητα παρά μια φυσική.
Οι Γάλλοι αρχαιολόγοι που ξεκίνησαν ανασκαφές το 1892 είχαν στόχο να εντοπίσουν τα ίχνη του χάσματος που θα αποδείκνυε την ύπαρξη της μυθολογικής επικοινωνίας. Παρόλα αυτά, δεν βρήκαν κάτι που να υποστηρίζει αυτήν την ιδέα.
Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1990, μια ομάδα επιστημόνων πρότεινε μια διαφορετική ερμηνεία. Αυτοί οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι το Μαντείο ήταν χτισμένο πάνω σε ένα χάσμα που είχε δημιουργηθεί από την ολίσθηση των υπογείων πλακών. Αυτό το χάσμα επέτρεπε στα αέρια, όπως το αιθάνιο και το μεθάνιο, να αναδύονται στην επιφάνεια του εδάφους και να εισπνέονται από την Πυθία, επηρεάζοντας την κατάστασή της και την επικοινωνία της με τον θεό.
Το κέντρο του κόσμου
Είναι γνωστό ότι η εισπνοή μικρής ποσότητας αιθυλένιου μπορεί να προκαλέσει ευφορία και παραισθησιακά οράματα. Κατά την επικοινωνία της Πυθίας με τον Απόλλωνα, οι απαντήσεις της συχνά φαινόταν να είναι ασυνάρτητες και παραληρητικές, με τους ιερείς να προσπαθούν να ερμηνεύουν το νόημά τους.
Παρόλα αυτά, οι απαντήσεις αυτές θεωρούνταν σοφές και προνοητικές, καθώς το Μαντείο της Πυθίας θεωρείτο αξιόπιστο και φημισμένο, αποτελώντας σημαντικό μέρος του ελληνικού πολιτισμού. Οι ιερείς διαδραμάτιζαν καίριο ρόλο στην ερμηνεία και αποδοχή των απαντήσεων της Πυθίας.
Ενδιαφέρουσα είναι και η μελέτη του καθηγητή αρχαιολογίας Σπυρίδων Μαρινάτου το 1958-59, με τίτλο “ΔΕΛΦΙΚΟ ΧΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΠΥΘΙΑΣ”, που παρουσιάστηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο τότε βασιλικό ζεύγος Παύλου και Φρειδερίκης. Η μελέτη αυτή υποστήριζε την ύπαρξη ενός χάσματος ως κανάλι επικοινωνίας μεταξύ της Πυθίας και του πνεύματος του Θεού.
Παρόλο που η νεώτερη επιστήμη αρνήθηκε αυτήν την ιδέα, οι αρχαίες μαρτυρίες, όπως αυτή του Διοδώρου Σικελιώτη, περιέγραφαν την ύπαρξη του χάσματος. Σύμφωνα με αυτές, αιγείς που βοσκούσαν κοντά στο χάσμα αντιδρούσαν ιδιαίτερα και οι ποιμένες τους είχαν ενθουσιαστεί και άρχισαν να προλέγουν το μέλλον.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Στράβων αναφέρουν ότι το χάσμα βρισκόταν εκεί όπου τώρα είναι το άδυτο του ναού του Δελφικού ιερού. Προσθέτουν ότι από το στενό άντρο αναδίδονταν ιδιότητες που αποκαλούν “πνεύμα ενθουσιασμού”. Μετέπειτα συγγραφείς περιγράφουν αυτό το πνεύμα ως ένθεο ατμό, αναθυμιάσεως ή πυρώδους πνεύματος. Υπογραμμίζουν επίσης ότι η ένταση του αέρα μπορούσε να ποικίλει, είτε να είναι ισχυρή είτε ασθενής. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι η αναθυμίασις προερχόταν από τις πρωτίστες ομοίως, δημιουργώντας μαντική κατάσταση εμπνεύσεως.
Η μαρτυρία του Πλουτάρχου είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς υπήρξε ιερέας στο Δελφικό ιερό για περίπου είκοσι χρόνια. Στις δύο εργασίες του “Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων” και “Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν”, αναφέρει τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στο Μαντείο. Παρόλο που αναφέρει επανειλημμένα το χάσμα και τον αναδιδόμενο αέρα, ποτέ δεν λέει ότι το χάσμα βρισκόταν στο άδυτο του ναού. Επισημαίνει επίσης ότι η αναθυμίασις δεν ήταν σταθερή, αλλά μπορούσε να αλλάζει από ασθενή σε έντονη. Παραθέτει και μαρτυρίες που δείχνουν ότι ο αέρας που αναδίδονταν ήταν ενίοτε ευωδίας. Αναφέρει ξεκάθαρα την πεποίθησή του ότι η Πυθία είτε δεν πλησίαζε την περιοχή του θεού είτε η αναθυμίασις είχε εξαφανιστεί, επειδή οι χρησμοί δεν ήταν πλέον έμμετροι.
Ο Πλούταρχος παρουσιάζει μια άλλη μυστηριώδη ιστορία σχετικά με το χάσμα, χρησιμοποιώντας μια σκηνή με τους χαρακτήρες να συναντιούνται στον ναό και να συζητούν μπροστά στο ιερό της Γής. Ο Βόηθος αναφέρει ότι ακόμα και ο τόπος της απορίας συνεπιλαμβάνεται από τους ξένους, υπονοώντας ότι ακόμα και εκεί μπορεί να συζητηθεί η έλλειψη εμπνεύσεων της Πυθίας στη σύγχρονη εποχή.
Παρόλο που δεν αναφέρεται συγκεκριμένα το χάσμα, γίνεται αναφορά στις Μούσες και το νάμα. Είναι γνωστό ότι το χάσμα σχετίζεται με το ιερό της Γης, καθώς η αναθυμίαση από εκεί συνδέεται με αυτό. Το χάσμα ανακαλύφθηκε κοντά στον ναό, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος. Ο Κεραμόπουλος παρατήρησε τη ρωγμή στην άκρη του χωριού και έπειτα από μελέτη της φωτογραφίας και επίσκεψη στο σημείο, επιβεβαίωσε την ύπαρξη του χάσματος.
Ωστόσο, η συνεχής γεωλογική δραστηριότητα και οι σεισμοί πιθανότατα προκάλεσαν αλλαγές στο τοπίο και στο χάσμα, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι το 1959. Παρά την εξαφάνισή του, ο Μαρινάτος πιστεύει ότι το χάσμα εξακολουθεί να υπάρχει και εκπέμπει θερμότητα, καθιστώντας την πνοή του αισθητή ακόμα και στις πιο ψυχρές μέρες.
Έτσι, παρόλο που το χάσμα μπορεί να έχει μεταβληθεί με την πάροδο του χρόνου, οι αναφορές του Πλούταρχου και του Κεραμόπουλου επιβεβαιώνουν τη σημασία του σε σχέση με το ιερό της Γης και την αναθυμίαση που προέρχεται από εκεί.
Επίσης, ο Μαρινάτος πρότεινε την πιθανότητα ότι η Ανεμότρυπα μπορεί να ήταν μια διακλάδωση του Δελφικού χάσματος ή ακόμα και ένα τελείως ανεξάρτητο χάσμα. Το σημαντικό είναι ότι κοντά στο ιερό υπάρχει αυτό το φαινόμενο, για το οποίο έχει αναφερθεί στην αρχαιότητα και καλύπτει τους διάφορους τρόπους με τους οποίους περιγράφεται το “πνεύμα”. Ωστόσο, όσον αφορά τις αρχαίες πηγές για το χάσμα, ο Μαρινάτος επισημαίνει ότι αυτές δεν είναι παλαιότερες του 1ου π.Χ αιώνα.
Ο Διόδωρος, ο οποίος είναι ο παλαιότερος αναφερόμενος, αναφέρει ότι το χάσμα βρισκόταν “εν τούτω τω τόπω, καθ’ όν έστι νυν του ιερού το καλούμενον άδυτον”. Συνεπώς, το άδυτο αναφερόταν στον χώρο του ναού, και πιθανότατα σε έναν εσωτερικό χώρο πίσω από το σηκό, όπου καθόταν οι πιστοί. Αυτή η ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την περιγραφή του Πλουτάρχου, που αναφέρει έναν χώρο “εν ώ τους χρωμένους τω θεώ καθίζουσιν”, καλούμενο “οίκος”, όπου παρουσιάζονταν ευωδίες από το πνεύμα του παρακείμενου αδύτου. Το άδυτο μπορεί να συνδέεται επίσης με την Κασσοτίδα, του νερού της οποίας η πόσις αποτελούσε ένα στοιχείο της μαντικής εκστάσεως.