Η γλώσσα μας, η ελληνική, φημίζεται για τον πλούτο και την πολυπλοκότητά της. Μία από τις ιδιαιτερότητες που συναντάμε συχνά είναι η ύπαρξη λέξεων ομοφώνων, δηλαδή λέξεων που ακούγονται ίδιες αλλά γράφονται διαφορετικά και φέρουν διαφορετική σημασία.
Παρόμοια φαινόμενα συναντάμε και σε άλλες γλώσσες, όπως τα αγγλικά. Για παράδειγμα, η λέξη “bill” μπορεί να σημαίνει λογαριασμός, νομοθετική ρύθμιση, ή ακόμα και όνομα (Βασίλης, Γουίλιαμ).
41 εκφραστικά λάθη στην παγίδα των οποίων οι περισσότεροι πέσαμε έστω και μια φορά
Πάμε να δούμε λέξεις σαν αυτές για τις οποίες είμαστε σε δίλημμα τις περισσότερες φορές για το πώς γράφονται:
Σορός: Το άψυχο σώμα. (π.χ. Μεταφέρθηκε η σορός του άτυχου άνδρα.)
Σωρός: Η συσσώρευση αντικειμένων. (π.χ. Στο πάτωμα υπήρχε ένας σωρός από ρούχα.)
Τείχος: Οχυρωματικό τείχος, μόνιμο ή πρόχειρο, που περιβάλλει συνήθως πόλη και αποτελείται από ψηλά και στιβαρά τοιχώματα με πύργους, προμαχώνες και επάλξεις. (π.χ. Το Σινικό Τείχος.)
Τοίχος: Κατασκευή από διάφορα υλικά που χωρίζει χώρους. (π.χ. Τα δύο δωμάτια χωρίζονταν από έναν τοίχο.)
Ήδη: Επιβεβαιώνει την πραγματοποίηση ενός γεγονότος στο παρελθόν. (π.χ. Έχει ήδη φύγει για το ραντεβού.)
Είδη: Ομάδα ομοειδών αντικειμένων. (π.χ. Αυτά τα είδη πωλούνται στο κατάστημα.)
Ότι: Εισάγει ειδική πρόταση. (π.χ. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να φύγει.)
Ό,τι: Αναφορικό, χρονικό, οποιονδήποτε. (π.χ. Ό,τι και να κάνεις, θα σε αγαπώ.)
Καινός: Νέος. (π.χ. Η Καινή Διαθήκη.)
Κενός: α. Άδειος. (π.χ. Το ποτήρι είναι άδειο.) β. Χωρίς πνευματικό περιεχόμενο. (π.χ. Κενός άνθρωπος.)
Κρητικός: Κατάγεται από την Κρήτη. (π.χ. Είναι από το Ρέθυμνο, είναι Κρητικός.)
Κριτικός: Ασκεί κριτική. (π.χ. Ο κριτικός έγραψε μια κριτική για την ταινία.)
Λιμός: Μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη τροφίμων. (π.χ. Ο λιμός μάστιζε την περιοχή.)
Λοιμός: Λοιμώδης, επιδημική και θανατηφόρα νόσος. (π.χ. Ο λοιμός αποδεκάτισε τον πληθυσμό.)
Ψιλή: Λεπτή. (π.χ. Φορούσε ένα ψιλό φόρεμα.)
Ψηλή: Μεγάλο ύψος. (π.χ. Είναι 1,80, είναι ψηλή.)
Στίχος: Σειρά, γραμμή. (π.χ. Ο στίχος του τραγουδιού.)
Στοίχος: Ευθεία γραμμή, παράταξη. (π.χ. Ο δάσκαλος τους παρέταξε σε τρεις στίχους.)
Έωλος: Χθεσινός, μπαγιάτικος, αλλοιωμένος, ξεπερασμένος. (π.χ. Έωλο φαγητό.)
Αίολος: Ασταθής, σαθρός, αβάσιμος. (π.χ. Αίολα λόγια.)
Εξάρτηση:
- Εξοπλισμός: Ατομικός εξοπλισμός, κυρίως στρατιωτικός. (π.χ. Φόρεσε την εξάρτηση και μπήκε στη μάχη.)
- Υποταγή: Σχέση υποταγής, εθισμός. (π.χ. Έχει εξάρτηση από τα τυχερά παιχνίδια.)
- Πλοίο: Το αρμάτωμα του πλοίου.
Κλήση:
- Πρόσκληση: Όταν καλούμε κάποιον. (π.χ. Του έκανα κλήση στο κινητό.)
Κλίση:
- Ροπή: Η τάση, η έφεση. (π.χ. Είχε κλίση προς τη μουσική.)
- Επιφάνεια: Η ιδιότητα μίας μη οριζόντιας επιφάνειας. (π.χ. Η πλαγιά είχε μεγάλη κλίση.)
- Γραμματική: Ο σχηματισμός των τύπων ενός ονόματος ή ρήματος. (π.χ. Η κλίση των ονομάτων.)
Κλύση: Έκχυση υγρού με κλυστήρα. (π.χ. Του έκαναν κλύση στο νοσοκομείο.)
Ίλη: Μονάδα ιππικού στα τεθωρακισμένα.
Ύλη:
- Υλικό: Οτιδήποτε απτό και ορατό υπάρχει γύρω μας.
- Μαύρη ύλη: Αόρατη ύλη στο σύμπαν.
Μίνι:
- Μικρό: Κάτι μικρό. (π.χ. Μίνι φούστα.)
- Σύντροφος: Η σύντροφος του Μίκι Μάους.
Μήνη:
- Οργή: Θυμός, οργή. (π.χ. Τον έπιασε μήνη.)
- Σχήμα: Αντικείμενο με σχήμα ημισελήνου.
- Ζώα: Λευκή κηλίδα στο μέτωπο ζώων.
- Ιχθύες: Γένος ιχθύων στον Ινδικό ωκεανό.
- Οχύρωση: Είδος οχύρωσης τειχών.
Πηγή εξωφύλλου