Κωνσταντίνος Καβάφης: Ένας ποιητής με μοναδική χροιά
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης: Στη σφαίρα της σύγχρονης ποίησης, όπου οι στίχοι πέφτουν σαν ψιθυριστά μυστικά και οι μεταφορές χορεύουν με ασύλληπτη χάρη, το όνομα του Κωνσταντίνου Καβάφη στέκεται ως επιφανής φάρος λογοτεχνικής λαμπρότητας. Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1863, ο Καβάφης ξεπέρασε τα σύνορα και τις εποχές, μαγεύοντας διαχρονικά τις ψυχές των αναγνωστών παγκοσμίως.
Η ποίηση του Καβάφη είναι ένα μωσαϊκό ιστορίας, μυθολογίας και προσωπικού προβληματισμού, συνυφασμένο με μια βαθιά αίσθηση νοσταλγίας. Οι στίχοι του μας καλούν στους διαδρόμους του χρόνου, όπου οι αρχαίοι πολιτισμοί συναντούν τους σύγχρονους, και όπου οι φευγαλέες στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης χαράσσονται με διαρκή ομορφιά.
Όπως παρατήρησε κάποτε ο T.S. Eliot, τα ποιήματα του Καβάφη “είναι τα σπουδαιότερα ποιήματα της εποχής μας, σίγουρα τα σπουδαιότερα της ελληνικής γλώσσας”. Η κληρονομιά του διαρκεί όχι μόνο για τις βαθιές του ιδέες αλλά και για την ικανότητά του να δημιουργεί ποίηση που μιλάει στην ανθρώπινη ψυχή σε όλες τις γενιές. Στους σιωπηλούς στίχους του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη δεν βρίσκουμε μόνο έναν ποιητή αλλά έναν σοφό, έναν παραμυθά και έναν οδηγό στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της ύπαρξης.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης: 8 ερωτικά ποιήματα
Επήγα
Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κι επήγα.
Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.
Κι ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.
(1905, 1913)
Πολυέλαιος
Σε κάμαρη άδεια και μικρή, τέσσαρες τοίχοι μόνοι,
και σκεπασμένοι με ολοπράσινα πανιά,
καίει ένας πολυέλαιος ωραίος και κορώνει·
και μες στη φλόγα του την καθεμιά πυρώνει
μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή.
Μες στην μικρή την κάμαρη, που λάμπει αναμμένη
από του πολυελαίου την δυνατή φωτιά,
διόλου συνηθισμένο φως δεν είν’ αυτό που βγαίνει.
Γι’ άτολμα σώματα δεν είναι καμωμένη
αυτής της ζέστης η ηδονή.
(1914)
Μια νύχτα
Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Αποκάτω
ήρχονταν οι φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κι εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεβάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
(1915)
Απ’ τες εννιά
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμησε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή – τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.
Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.
(1917)
Όταν Διεγείρονται
Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,
όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού σου τα οράματα.
Βάλ’ τα, μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,
όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου,
την νύχτα ή μες στην λάμψι του μεσημεριού.
(1913)
Επέστρεφε
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
(1912)
Ηδονή
Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.
(1917)
Έτσι Πολύ Ατένισα-
Τὴν ἐμορφιὰ ἔτσι πολὺ ατένισα,
ποῦ πλήρης εἶναι αὐτῆς ἡ ὅρασίς μου.
Γραμμὲς τοῦ σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ἡδονικά.
Μαλλιὰ σὰν ἀπὸ ἀγάλματα ἑλληνικά παρμένα·
πάντα ἔμορφα, κι ἀχτένιστα σὰν εἶναι,
καὶ πέφτουν, λίγο, ἐπάνω στ’ ἄσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα τῆς ἀγάπης, ὅπως τἄθελεν
ἡ ποίησίς μου……. μὲς στὲς νύχτες τῆς νεότητός μου,
μέσα στὲς νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα……
(1917)
Κώστας Καρυωτάκης: Ποιήματα ενός «φάρου» που αναμετρήθηκε με το σκοτάδι