Το ποίημα της Κικής Δημουλά “ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ” αποτελεί μια συγκλονιστική εξερεύνηση της απουσίας, της ανωνυμίας και του χρόνου που περνάει. Μέσα από ζωντανές εικόνες και λυρική γλώσσα, η Δημουλά πλάθει ένα τοπίο όπου η απουσία της παρουσίας είναι αισθητή και το βάρος των ξεχασμένων αναμνήσεων κρέμεται στο κενό.
Το ποίημα ξεκινά με μια αίσθηση άρνησης και αποστασιοποίησης, δημιουργώντας έναν χώρο όπου ο ομιλητής και το υποκείμενο τους δεν έχουν ποτέ τολμήσει. Αυτό δημιουργεί μια αίσθηση αποξένωσης από το περιβάλλον, τονίζοντας την απουσία σύνδεσης ή οικειότητας. Ο λόφος, προσωποποιημένος ως αγνοών την παρουσία του υποκειμένου, χρησιμεύει ως αυστηρή υπενθύμιση της απουσίας τους.
Η χρήση των εικόνων είναι εντυπωσιακή σε όλο το ποίημα. Τα ονόματα που αναγράφονται στα φύλλα είναι επιφανειακά, ξεχνιούνται εύκολα και αποσυνδέονται από κάθε βαθύτερη σημασία. Η εικόνα αυτή υπογραμμίζει την εφήμερη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης και της μνήμης.
Η Δημουλά χρησιμοποιεί μια ποικιλία συμβόλων για να μεταφέρει το θέμα της παροδικότητας. Η “μυροβόλος απάθεια” και η “ησυχία ενός φύλλου” υποδηλώνουν μια αίσθηση παραίτησης και ασημαντότητας μπροστά στο αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου. Η εικόνα των “σωμάτων αρωμάτων” με τα “βαριά φτερά” υπονοεί το βάρος των αναμνήσεων που βαραίνουν το παρόν, εμποδίζοντας κάθε αίσθηση προόδου ή ανανέωσης.
Η ποιήτρια βρίσκει παρηγοριά στην αποστασιοποίησή της, βρίσκοντας καταφύγιο σε μια “ευλαβική ουδετερότητα” που της επιτρέπει να εκτιμήσει την ομορφιά του ηλιοβασιλέματος χωρίς να επιβαρύνεται από το βάρος της μνήμης ή της νοσταλγίας. Αυτό το τελικό συναίσθημα υποδηλώνει μια μορφή υπέρβασης, όπου ο ομιλητής βρίσκει γαλήνη στην αποδοχή της παροδικότητας της ύπαρξης. Ας πάρουμε αγκαλιά αυτό το ποίημα. Αξίζει!
Κική Δημουλά, «ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ»
Λόφος Φιλοπάππου
Εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Το βήμα σου δε βρίσκεται γραμμένο
σε κανένα μικρό ανηφοράκι
κι ούτε στις πράες κατηφοριές
ακούεται το γέλιο της βιασύνης σου.
Γραμμένος δεν είσαι
ούτε και στα χλωρά ερωτολόγια:
στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων.
Γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων
που δεν πάνε σε βάθος
κι εύκολα κλείνουν,
Έλση – Δημήτρης
και βέλος.
Κι άλλα ονόματα που πέρασαν
μ’ ένα καημό διαρκείας.
Στα πιο πολλά
η ενωτική γραμμή ανάμεσά τους
έθρεψε κιόλας, έσβησε.
Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε.
Φυσάνε όρκοι πίσω από τους θάμνους
και κυλάνε πέτρες.
Έρωτες που ανεβαίνουν,
έρωτες που γλιστράνε.
Το απόγευμα αισθάνεται
μια μυροβόλο απάθεια
κι ό,τι είναι λύπη
μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος.
Των αρωμάτων τα σώματα
βαρειά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους,
βαρετά αγνοούν:
κανένα δε μυρίζει εξαφάνιση.
Πού είσαι;
Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ’ τ’ όνομά τους
τις πικροδάφνες.
Πού είσαι;
Αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις.
Κι έτσι μπορώ να σταθώ
στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας
για ν’ απολαύσω ανενόχλητα
αυτό το κάθαρμα τη δύση
Κική Δημουλά: «Διαρκές είναι μόνο εκείνο το φιλί που ουδέποτε εδόθη.»