Τα γραπτά του Φραντς Κάφκα προσφέρουν συχνά ένα παράθυρο στην πολυπλοκότητα του εσωτερικού του κόσμου, ένα τοπίο που χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια, άγχος και μια βαθιά αίσθηση αποξένωσης.
Το παρακάτω απόσπασμα από τα ημερολόγια του Κάφκα, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1911, προσφέρει μια σπάνια ματιά στη δημιουργική του διαδικασία και στη συχνά άπιαστη φύση των λογοτεχνικών του φιλοδοξιών.
Σε αυτό το απόσπασμα, ο Κάφκα προβληματίζεται για μια εγκαταλελειμμένη ιδέα μυθιστορήματος που αφορά δύο αδέλφια – το ένα προορίζεται για την Αμερική, το άλλο καταδικάζεται σε μια ευρωπαϊκή φυλακή. Αυτή η εκκολαπτόμενη ιστορία, αν και δεν υλοποιήθηκε ποτέ πλήρως, αποκαλύπτει τις πρώιμες ανησυχίες του Κάφκα για τα θέματα του εγκλεισμού και της ελευθερίας, τόσο τα φυσικά όσο και τα υπαρξιακά.
Το σκηνικό αυτού του προβληματισμού είναι ένα φαινομενικά συνηθισμένο κυριακάτικο απόγευμα, που περνάει στη ζεστασιά του σπιτιού των παππούδων του. Εδώ, ο Κάφκα αποτυπώνει τις ήσυχες αλλά και οδυνηρές λεπτομέρειες της οικογενειακής ζωής, αντιπαραβάλλοντας την καθημερινή πράξη της κατανάλωσης ψωμιού αλειμμένου με βούτυρο με τις βαθύτερες, πιο ταραχώδεις σκέψεις του. Τα γραπτά του, διαποτισμένα από μια αίσθηση ματαιοδοξίας και μια επιθυμία για αναγνώριση, αποτελούν μαρτυρία του αέναου αγώνα του για επικύρωση και κατανόηση.
Σε αυτό το σύντομο αλλά υποβλητικό απόσπασμα, ο Κάφκα περιγράφει:
14 αποφθέγματα του Κάφκα: «Δεν μπορείς να σπάσεις αλυσίδες που δεν τις βλέπεις»
Φραντς Κάφκα – Τα ημερολόγια-Α’, μτφ. Αγγέλα Βερυκοκάκη, Εξάντας.
19 Ιανουαρίου (1911)….
Μια φορά σκόπευα να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου συγκρούονταν δυο αδερφοί κι ο ένας τους πήγαινε στην Αμερική, ενώ ο άλλος έμενε σε μια ευρωπαϊκή φυλακή. Έγραψα απλώς μερικές αράδες εδώ κι εκεί, γιατί είχε αρχίσει αμέσως να με κουράζει.
Έτσι κάποτε, μια Κυριακή απόγευμα, που είχαμε πάει επίσκεψη στον παππού και στη γιαγιά και είχαμε φάει ένα ιδιαίτερα μαλακό ψωμί, όπως το συνήθιζαν εκεί, αλειμμένο με βούτυρο, έγραψα κάτι για τη φυλακή μου.
Είναι πιθανό ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος το έκανα από ματαιοδοξία και ότι, σπρώχνοντας το χαρτί πάνω στο τραπεζομάντηλο, χτυπώντας το μολύβι στο τραπέζι, κοιτάζοντας ένα γύρο κάτω απ’ το φως της λάμπας, ήθελα να κάνω κάποιον να μου πάρει το γραφτό, να το κοιτάξει και να με θαυμάσει.
Στις λίγες εκείνες γραμμές περιγραφόταν κυρίως ο διάδρομος της φυλακής, ιδιαίτερα η ησυχία και το κρύο του· αναφέρονταν ακόμα μερικά λόγια συμπόνιας για τον αδερφό που είχε μείνει πίσω, γιατί αυτός ήταν ο καλός αδερφός.
Ίσως είχα μια στιγμιαία αίσθηση της ασημαντότητας της περιγραφής μου, μόνο που πριν από ‘κείνο το απόγευμα δεν έδινα πολλή προσοχή σε τέτοια αισθήματα όταν καθόμουν μαζί με τους συγγενείς μου, που τους είχα συνηθίσει (η δειλία μου ήταν τόσο μεγάλη ώστε το συνηθισμένο μ’ έκανε σχεδόν ευτυχισμένο), γύρω από το στρογγυλό τραπέζι στο γνωστό δωμάτιο, και δεν μπορούσα να ξεχάσω ότι ήμουν νέος κι ότι, μέσα από τούτη τη σημερινή ησυχία, προοριζόμουν για μεγάλα πράγματα.
Ένας θείος μου, που του άρεσε να κοροϊδεύει, μου πήρε τέλος το χαρτί, που το κρατούσα πολύ χαλαρά, του έριξε μια ματιά, μου το ξανάδωσε χωρίς καν να γελάσει, κι είπε στους άλλους που τον παρακολουθούσαν με τα μάτια: «τα συνηθισμένα», σε μένα δεν είπε τίποτα.
Εγώ έμεινα καθισμένος κι έσκυβα όπως πριν πάνω από το άχρηστο τώρα χαρτί μου, όμως στην πραγματικότητα είχα με μια σπρωξιά αποκλειστεί από την ομήγυρη, η κρίση του θείου επαναλαμβανόταν μέσα μου με σχεδόν ήδη πραγματική σημασία, κι ακόμα και μέσα στην αίσθηση της οικογένειας απέκτησα μια ενόραση του ψυχρού χώρου του κόσμου μας, που έπρεπε να τον ζεστάνω με μια φωτιά, που έπρεπε πρώτα να τη βρω.