Ο Jesús Lizano ήταν ένας άνθρωπος που έθεσε «ενοχλητικά» ερωτήματα, όχι από ακαδημαϊκή περιέργεια, αλλά επειδή έπρεπε να το κάνει.
Γεννημένος στη Βαρκελώνη το 1931, ο Jesús Lizano είδε την άνοδο της δικτατορίας του Φράνκο και την αναταραχή μιας Ισπανίας που θεράπευε ακόμα τις πληγές της από τον εμφύλιο πόλεμο. Ωστόσο, αντί να ενδώσει στο θυμό ή την πικρία, βούτηξε με τα μούτρα στη δική του «Lizania», έναν κόσμο αγνού, παιδικού θαύματος. Αλλά τι ήταν πραγματικά η Lizania; Ένα καταφύγιο; Μια επανάσταση; Ή μήπως ήταν απλώς ένας τρόπος να γελάει κανείς με τον παραλογισμό όλων αυτών;
Η ποίηση του Lizano δεν επιδίωκε να ενταχθεί, επιδίωκε να εκραγεί, να σε αναγκάσει να αμφισβητήσεις τα κάγκελα που δεν είχες συνειδητοποιήσει ότι υπήρχαν.
Jesús Lizano – Μετάφραση: Αναστασία Ονουφρίου
Ο πατέρας μου φεύγει κάθε πρωί
όταν εγώ ακόμη κοιμάμαι
Πάει στο εργοστάσιο.
Εκεί συναντιέται με πολλούς άντρες
και δουλεύει.
Δουλεύει όλη μέρα.
Τρώνε στο ίδιο εργοστάσιο.
Για να ξεκινήσουν τη δουλειά
μια σειρήνα ηχεί
στους εργάτες,
και στο τέλος της μέρας
τους καλεί ξανά ν’ αφήσουν τη δουλειά
και ν’ ανακτήσουν τις δυνάμεις ( πρέπει ξανά να τις χρησιμοποιήσουν…).
Τότε, ο πατέρας μου
επιστρέφει στο σπίτι
και δειπνούμε μαζί. Είναι πολύ κουρασμένος
και πάει αμέσως για ύπνο.
Καληνύχτα, μου λέει, και μου δίνει ένα φιλί.
Στο εργοστάσιο
ντύνεται μια φόρμα
και πάει στη μηχανή του
μεγαλοπρεπώς.
Μερικές φορές, μιλάει.
Τα μαλλιά του γίνονται άσπρα,
όλα τα πράγματα γίνονται άσπρα.
Είπε ότι όταν γίνω άντρας
θα μου εξηγήσει τι είναι το εργοστάσιο.
Μπουσκάλια: «Υπάρχουν τόσα που δε βλέπουμε, δεν πιάνουμε, δε νιώθουμε, δεν καταλαβαίνουμε»