Καραγάτσης αποφθέγματα

Η αποκαλυπτική ματιά του Καραγάτση: «Όχι, δεν τον αγάπησα. Μονάχα ορέχτηκα να εξουσιάσω το…»

Για τους λάτρεις της λογοτεχνίας, ο Καραγάτσης προσφέρει ένα μοναδικό μείγμα ποιητικής διορατικότητας και ευθύβολων απεικονίσεων του σώματος, της φύσης και της ψυχής.

Οι αναγνώστες ανακαλύπτουν στο έργο του μια συναισθηματική ωμότητα που συντονίζεται με τους καθολικούς αγώνες της ζωής τη μοναξιά, το πάθος, τη πνευματική λαχτάρα ενώ παράλληλα απολαμβάνουν τις ζωντανές περιγραφές του για τα ελληνικά τοπία και τα αστικά τοπία. Αρνήθηκε να αποφύγει τη βρωμιά της καθημερινότητας, δημιουργώντας ιστορίες που πάλλονται από χρώμα, υφή και σχεδόν κινηματογραφική εμβέλεια.

Είναι αυτός ο χορός ανάμεσα στον άνθρωπο και τις στοιχειώδεις δυνάμεις που δίνει στις αφηγήσεις του Καραγάτση τη δραματική τους πνοή. Οι αναγνώστες συναντούν ανθρώπους δεμένους με τον τόπο τους, ανίκανους ή απρόθυμους να ξεφύγουν από τη βαρυτική έλξη της παράδοσης, της μνήμης και της νοσταλγίας. Μέσα από λαμπρά θραύσματα διορατικότητας όπως οι γραμμές που ακολουθούν ο Καραγάτσης προσφέρει μια ματιά τόσο στον ελληνικό ψυχισμό της εποχής του.
(Διαβάστε τα αποφθέγματά του παρακάτω)

Καραγάτσης: «Δεν υπάρχει λογικός συγκρατημός, φόβος, συνείδηση του πρεπούμενου και του άπρεπου»

20 αποφθέγματα του Καραγάτση.

1.“Κι έξαφνα ένιωσε πως η ψυχή, ξεχειλώντας απ’ το στέρνο της, σκορπίστηκε στο σύμπαν, περιπλέχτηκε με τη θάλασσα, απλώθηκε ως τους μυχούς τ’ ουρανού, έσμοξε με το παν και κοινώνησε με το πνεύμα που πλανιόταν πάνω στο νερό, πριν την Δημιουργία. Το πνεύμα που δεν είχε γίνει ακόμα θεός.”

2.“Έχω δεθεί με τα λιθάρια, με το χώμα, με το βούρκο τούτης της γης. Είμαι ένα κτήνος, που παλεύει να χορτάσει τις φυσιολογικές του ανάγκες: τροφή, συνουσία, ματαιοδοξία…”

3.“Ο ήλιος ξεπροβάλλοντας από το πέλαγο, μάτωσε τα σύννεφα του Σορόκου. Ταραγμένη βαθιά, η θάλασσα δεν ήθελε να φωτιστεί. Τα οργισμένα σπλάχνα της είχαν ρουφήξει το σκοτάδι της νύχτας και το κρατούσαν πεισματικά.”

4.“Ήπιε τρία, τέσσερα ούζα απανωτά. Δεν ήταν συνηθισμένος, ζαλίστηκε. Η λιγούρα του έδωσε τη φρεναπάτη πώς ήταν το ασάλευτο κέντρο ενός κόσμου που λικνοζόταν. Ο θόρυβος απ’ τα ζάρια, απ’ τα πούλια πήρε αναγλυφικότητατρομακτική. οι ομιλίες των πελατών κυλούσαν με τον κυματιστό βρόντο των κεραυνών…”

5.“Παιδί μου, η δυστυχία σαν έρθει, έρχεται σιγά-σιγά· μα δεν σταματάει. Έρχεται ως το τέλος…”

6.“Όταν τα χείλη μας δε θα λένε πια το «ακόμα», μόνο θα λεν τη λέξη «πια», τότε μπορεί να υπάρχει χρόνος ακόμα, αλλά ίσως να είν’ αργά πια”

7.“Ένας άνθρωπος που γράφει βιβλία, ξεχωρίζει απ’ τον άλλο κόσμο. Αυτή ήταν η γνώμη αυτουνού, του Γιούγκερμαν, που δεν διάβαζε ποτέ του τίποτα.”

8.“Ο γδούπος του κύματος, που ‘ σπαζε σε ισόχρονα διαστήματα κάτω απ’ το παράθυρο, μετρούσε το ρυθμό των συνουσιών τους. Οι ηχηρές ριπές του μελτεμιού μπλέχτηκαν με τα βογγητά των στέρνων τους. Κι ο μεγάλος φλοίσβος της αναταραγμένης θάλασσας συνόδεψε το λυγμό του υπέρτατου κορυφώματος με το βοερό αχό του που γέμιζε τα πάντα, ως τα ουράνια.”

9.“Κι ο Μίχαλος συλλογιζόταν τους ανθρώπους: τους Έλληνες, που αποφάσισαν όλοι μαζί να λευτερωθούν από τον Τούρκο, και σκλαβώθηκαν στον τρισχειρότερο τύραννο, τον εγωκεντρισμό τους.”

10.“Μα είμαι άνθρωπος. Συνδυάζω την κορυφαία χυδαιότητα με την κορυφαία νοημοσύνη.”

11.“Τρύγα την ηδονή όπου και όπως τη βρεις , κάτω απ’ οποιαδήποτε μορφή της. Το κορμί μας, που τόσους πόνους μας στοιχίζει, έχει την υποχρέωση, σε αντιστάθμισμα της οδύνης να μας χαρίζει την ηδονή. Αυτή είναι η μεγάλη σαρκική δικαιοσύνη…”

12.“Έτσι είναι οι ζωντανοί. Έχουν το βάσανο της μνήμης.”

13.“Είναι το καλοκαίρι – τώρα που, ύστερ’ απ’ τους ανοιξιάτικους οργασμούς, μεστώνουν οι ορμές. Τα δόντια, καθώς δαγκώνουν τους καρπούς, λες και βουτάν σε χυμούς ανθρώπινου κορμιού. Οι επίμονοι ιδρώτες σκορπάν οσμές γονιμικά ερεθιστικές. Τα λεύτερα κορμιά προσφέρονται στο χάδι του ανέμου, του ήλιου, του ματιού. Προσκαλούν το άγγιγμα του χεριού που θα τα ταράξει. Γυρεύουν την πανίσχυρη συνουσία, που θα τα γλιτώσει από το γενετήσιο εφιάλτη. Είναι το καλοκαίρι.”

14.“Γκρεμίστηκαν οι ναοί της καρδιάς μας και τίποτα δεν μπορούμε να χτίσουμε πάνω στα ρημάδια.”

15.“Όχι, ούτε μ’ αγάπησε, ούτε τον αγάπησα. Οι σατανάδες φώλιασαν στα σωθικά μας και μηχανεύτηκαν να τα σμίξουν σε ηδονή θανατερή. Έλιωσαν από επιθυμία τα κορμιά μας, φλογίστηκαν από εγωισμό οι ψυχές μας, σπάραξαν από γλύκα οι σάρκες μας κι έσπειραν το Χάρο παντού, παντού, παντού… Όχι, δεν τον αγάπησα. Μονάχα ορέχτηκα να εξουσιάσω το κρέας και την ψυχή του.”

16.“Παρέδωσε το κορμί της στο όργιο του χλιαρού ήλιου, της υπόψυχρης θάλασσας, του χρυσού άμμου, του κόκκινου βράχου, του βάναυσου μελτεμιού, της ολοκάθαρης ατμόσφαιρας με τις απροσμέτρητες προοπτικές, των χρωματικών αντιθέσεων με την αισθητικότατα λιτή κλίμακα, και των τονικών μεταπτώσεων της απαράμιλλης εσπέρας. Υπόταξε την ψυχή της στο μυστήριο της φεγγαρόλουστης νύχτας, των φωτεινών και των σκοτεινών επιφανειών. Αντίκρισε τα σμάρια των ανάερων παγανών να παιγνιδίζουν στην ασημόσκονη του αέρα. Μπλέχτηκε κι αυτή στα παιγνίδια τους, άκουσε τ’ ασελγή γέλια τους να κακαρίζουν πλάι στο ευαίσθητο αυτί της, ένιωσε τα λαγνα τους δάχτυλα να περιφέρωνται σ’ όλο το κορμί της και να το ερεθίζουν τυρρανικά.”

17.“Ο Χάρος δεν είναι λυτρωμός μονάχα για κειόν που πεθαίνει· είναι και για κειόν που λαχταρούσε για τη ζωή εκειού που πέθανε.”

18.“Κι έφριξε, γιατί κατάλαβε σε τι παραλογισμό ρίχνει τον άνθρωπο το μίσος το αδερφικό· γιατί ένιωσε, σε μια ξάστερη στιγμή λογικής, την ηδονικά απαίσια μορφή των εμφύλιων σπαραγμών. Κι είναι φυσικό αυτό. Ο βαθύς διχασμός του έθνους δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η σύγκρουση δύο αντίθετων αντιλήψεων που αποβλέπουν σ’ ένα κοινό σκοπό, όσο κι αν εκδηλώνονται με διαφορισμούς εγωισμών και συμφερόντων: το γενικό καλό. Και το μίσος του αδερφού κατά του αδερφού, που εμποδίζει με την νοημοσύνη και τις ενέργειές του την ορθοπόδηση της φυλής, είναι πολύ πιο δυνατό από την απέχθεια ενός ολόκληρου λαού προς τον αλλοδαπόν εχθρό.”

19.“Αγαπηθήκαμε μέσα στο φως της αστραπής που γέννησε το σμίξιμο των κορμιών μας. Κι ήταν η χαρά μας τόσο άγρια και πρωτόγονη, που μονάχα το μουγγό κι έξαλλο τραγούδι της αγάπης βρήκαμε καιρό να μιλήσουμε.”

20.“Θα αντικρίσεις τ’ αερικά, τα τελώνια κι όλα τα τρισχαριτωμένα δαιμονικά που κάρπισαν στα σπλάχνα της ελληνικής γης, τα γονιμοποιημένα από το σπόρο της φαντασίας των λαών της. Και δεν θα τρομάξεις, δεν θα φοβηθείς, δεν θα νιώσεις το δέος που γεννάει το υπερφυσικό στην ψυχή του ανθρώπου. Γιατί τούτο το υπερφυσικό δεν βγήκε από ζοφερές φαντασιώσεις, για να γιομίσει με σκοτειδερά παραλάματα κάποιον άφωτο κόσμο. Μα αναπήδησε από εγκεφάλους χαρούμενους κι ολόδροσες ψυχές, για να σκορπίσει την υπεράνθρωπη χάρη του σε μια γη τρισχαριτωμένη, σε μια θάλασσα ολοζώντανη, σε έναν αέρα παλλόμενο από διαφάνεια και σ’ έναν ουρανό που την ημέρα γλεντάει ξετσίπωτα τη χλιάδα του ζωοδότη ήλιου. Που τη νύχτα κατεβάζει τα μύρια αστέρια ως τα δάχτυλα των ανεγερμένων σου χεριών.”

Διαβάστε περισσότερα λογοτεχνικά αποσπάσματα παρακάτω:

Φωτογραφία εξωφύλλου

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr