Κατά τον 5ο αιώνα ΠΚΕ (προ Κοινής Εποχής) οι έννοιες του «Νόμου» και της «Φύσης» έρχονται δυναμικά στο προσκήνιο των συζητήσεων στις ελληνικές πόλεις-κράτη. Οι έννοιες αυτές ήδη ακόμη από την μυθολογική παράδοση έχουν βαρύνουσα σημασία για την ελληνική κοσμοθεωρία. Οι πολιτειακές, κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές που συντελούνται στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο από τον 8ο μέχρι και τον 5ο αιώνα ΠΚΕ δημιουργούν την ανάγκη αν όχι επαναπροσδιορισμού, σίγουρα μιας πόλωσης του διαλόγου γύρω από αυτές τις έννοιες.
Στην ελληνική αρχαιότητα το σύνολο το βίου είναι ενταγμένο μέσα στην οργάνωση της πόλης, σε τέτοιο βαθμό που αυτή γίνεται ο κύριος ρυθμιστικός παράγοντας ελληνικής ζωής. Η ελληνική πόλη προκύπτει οργανικά από την εξέλιξη των μυκηναϊκών πόλεων διατηρώντας το βασικό στοιχείο της «ακροπόλεως» στην οποία εδράζεται η πολιτική, θρησκευτική και στρατιωτική εξουσία, τις οποίες ασκούν «ευπατρίδες» δηλαδή η αριστοκρατία της γης. Από την άλλη μεριά έχουμε τον «δήμο» τους απλούς δηλαδή ανθρώπους, κυρίως εργάτες της γης. Φαίνεται ωστόσο ότι από την πτώση των μυκηναϊκών βασιλείων μέχρι και την ακμή της πόλης συντελείται μια καθοριστική μεταβολή στην παραγωγική διαδικασία. Μεγάλο μέρος των ανθρώπων του «δήμου» αποδεσμεύονται από την εργασία της γης και στρέφονται προς το εμπόριο. Έτσι η «ακρόπολις» χάνει μέρος της ισχύος της το οποίο κερδίζει η «αγορά» της πόλης, χωρίς όμως να ανατρέπεται η κυριαρχία της. Το σημαντικό όμως είναι ότι ο κόσμος της «ακρόπολις» και της «αγοράς» βρίσκονται πλέον εντός μια δυναμικής η οποία επιτρέπει τον μεταξύ τους διάλογο σε σχέση με τον τρόπο διακυβέρνησης.
Ένα άλλο σημείο που χαρακτηρίζει τον αρχαίο ελληνικό κόσμο γενικά, είναι η έννοια της «αρετής». Η έννοια αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την αρχαία ελληνική κοινωνία, και γύρω από τον ορισμό της και την ερμηνεία της θα αναπτυχθούν ίσως τα συναρπαστικότερα σημεία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Η «αρετή» ξεκινά από τον κόσμο των ποιητών και αφορά κυρίως την ικανότητα του πολεμιστή σε σχέση με την μάχη, ως προς την σωματική του ρώμη, το σθένος και την επιδεξιότητά του. Ωστόσο, οι αλλαγές στην κοινωνία και την οικονομία δεν την άφησαν αναλλοίωτη. Η έννοια της «αρετής» γενικεύθηκε ως ένα βαθμό να σημαίνει την ικανότητα κάποιου πράγματος ώστε αυτό να πετυχαίνει τον σκοπό του, όπου στην αρχαία ελληνική σκέψη ονομάζεται «αγαθό». Συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε πως η ικανότητα επίτευξης του αγαθού ονομάζεται αρετή.
Στο περιβάλλον της πόλης, όπου η κύρια ασχολία των πολιτών είναι η διακυβέρνησή της, ο άνθρωπος εκλαμβάνεται πρώτα και πάνω από όλα ως πολίτης και το αγαθό του πολίτη είναι η διακυβέρνηση της πόλης. Η διάκριση μεταξύ ανθρώπου και πολίτη είναι εξαιρετικά δύσκολη στην αρχαία ελληνική κοινωνία της «πόλις», στον βαθμό που ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον. Έτσι η αρετή του πολίτη είναι κυρίως η ικανότητα του να μετέχει στα κοινά και στην διακυβέρνηση της πόλης του. Το περιεχόμενο του όρου αρετή για τον πολίτη της δημοκρατικής πόλης ταυτίζεται λιγότερο ή περισσότερο με την διδασκαλία των σοφιστών.
Το μεγάλο ζήτημα εντοπίζεται στο κατά πόσο η αρετή είναι κάτι που μπορεί τελικά να διδαχθεί ή όχι. Το ερώτημα αυτό είναι σε πλήρη συνάφεια και αναλογία με το ζεύγμα «Νόμου» – «Φύσης», καθώς ο τρόπος με τον οποίο σχετίζονται οι έννοιες αυτές καθορίζει την δυνατότητα διδασκαλίας ή όχι της αρετής. Με την αλλαγή των σχέσεων της παραγωγής στην ελληνική κοινωνία δημιουργείται η ανάγκη εξήγησης των φαινομένων της πραγματικότητας με τρόπο που να εξυπηρετεί τόσο τις νέες ανάγκες της εγχρήματης, εμπορικής οικονομίας όσο και της υλικές συνθήκες παραγωγής και αναπαραγωγής που επιτρέπουν στους ανθρώπους να θέσουν ερωτήματα και να δώσουν πρακτικές απαντήσεις για την εξήγηση των φαινομένων που παρατηρούν γύρω τους. Οι στοχαστές αυτοί θα μεταφέρουν την ερμηνευτική της πραγματικότητας από την μυθική εξήγηση με κύριο χαρακτηριστικό την εικόνα σε μια εξήγηση με κύριο χαρακτηριστικό την «έννοια».
Η διαδικασία διεξαγωγής διαλόγου εντός της πόλης για τον τρόπο διακυβέρνησής της τόσο εντός του κόσμου της «αγοράς» όσο μεταξύ «αγοράς» και «ακρόπολις» δημιουργεί την ανάγκη για ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιούν τον λόγο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Την ανάγκη αυτή έρχεται να καλύψει μια κατηγορία ειδικών ως προς τον λόγο και την γλώσσα οι οποίοι ονομάστηκαν «Σοφιστές».
Οι Σοφιστές ήταν άνθρωποι με ευρεία παιδεία και οξύτητα νου, οι οποίοι εμφανίζονται στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο και ισχυρίζονται ότι μπορούν να διδάξουν τους ανθρώπους πως να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με το ανάλογο χρηματικό τίμημα. Αρκετοί εξ αυτών χρημάτισαν και ως διπλωμάτες, νομοθέτες ή σύμβουλοι. Λόγω τις επιδεξιότητάς τους στην γλώσσα και των ριζοσπαστικών ιδεών που διέδιδαν, δημιουργήσαν μεγάλη πόλωση γύρω τους, με την κυρίαρχη άποψη να θέλει τους Σοφιστές ως διαφθορείς των παραδεδομένων ηθών και αξιών.
Το ζεύγμα «Νόμος» – «Φύση» έρχεται στον πολιτικό διάλογο με αναφορά ως προς την συγκρότηση των κανόνων της κοινωνίας. Η βασική ερώτηση που προκύπτει είναι αν οι κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή της πόλης μπορούν να εξαχθούν από το παράδειγμα της φύσης και κατά συνέπεια έχουν έναν απόλυτο χαρακτήρα ή αποτελούν μια συμφωνία μεταξύ των πολιτών. Οι έννοιες «Νόμος» και «Φύση» δεν είναι απαραίτητα αντιθετικές μεταξύ τους για την ελληνική σκέψη, ωστόσο τουλάχιστον στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα εμφανίζονται κυρίως σε μια σχέση έντονης αντίθεσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχαία ελληνική κοινωνία η ηθική πράξη από την νόμιμη πράξη δεν ήταν διαχωρισμένες με απόλυτο τρόπο, ως επί το πλείστων ηθικό και νόμιμο ήταν αν όχι σε ταύτιση τουλάχιστον σε μεγάλη συσχέτιση.
Κατά συνέπεια ο διάλογος πάνω στο ζεύγμα αφορά όχι μόνο τον νόμο, αλλά το αν ηθική εν γένει είναι έχει απόλυτο και αναλλοίωτο χαρακτήρα ή είναι σχετική και μεταβλητή. Γενικότερα το ζεύγμα προκύπτει από μια διάκριση με άξονα την ανθρώπινη πράξη: Τα πράγμα που παράγονται μέσα από την ανθρώπινη πράξη εντάσσονται στο πλαίσιο του Νόμου, ενώ τα πράγματα τα οποία φύονται, δηλαδή έχουν μια αυτενέργεια και ανεξαρτησία από την ανθρώπινη πράξη για την ύπαρξη τους εντάσσονται στο πλαίσιο της Φύσης. Εντός της σοφιστικής κίνησης μπορούμε να βρούμε τόσο υποστηρικτές του «Νόμου» όσο και της «Φύσης» αλλά και στοχαστές που κρατούν μια λιγότερο πολωμένη θέση.
Η σοφιστική κίνηση αποτελεί το ανάλογο του Διαφωτισμού στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο. Οι κοινωνικές μεταβολές και ο πολιτικός πειραματισμός των πόλεων κρατών, οδήγησαν στην ανάγκη της εξερεύνησης των ορίων της γλώσσας και του λόγου, και την ανάπτυξη του δημόσιου διαλόγου με δομημένα επιχειρήματα. Στο πλαίσιο αυτό ο ρόλος των σοφιστών υπήρξε καθοριστικός, με την αντίθεση Νόμου – Φύσης να πρωτοστατεί στο έργο τους, ζεύγμα που θα διαπραγματευθεί και ο Freud στον 20ο αιώνα – τον βαθμό που ο νόμος καταπιέζει την ανθρώπινη φύση, παράγοντας νευρώσεις. Ακόμη, η ανεξάρτητη και ριζοσπαστική σκέψη τους θα γίνει το εφαλτήριο για την ανάπτυξη της σκέψης του Πλάτωνα. Η συμβολή των σοφιστών στην πνευματική ιστορία της αρχαιότητας δεν έχει λάβει την αρμόζουσα θέση στην ιστορία των ιδεών, ωστόσο τα τελευταία χρόνια η προσπάθεια για την ιστορική τους αποκατάσταση είναι έντονη.
Κείμενο: Στάθης Βλάχος
Κατανοώντας τη μεταφυσική του Πλάτωνα: Ο νοητός εναντίον του αισθητού κόσμου
Βιβλιογραφία:
- Shculler, Wolfgang. Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, μετάφραση Αφροδίτη Καμαρά, Χριστίνα Κοκκινιά. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 2007.
- Vagetti, Mario. Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μετάφραση: Γιάννης Α. Δημητρακόπουλος. Αθήνα: Π. Τραυλός, 2003.
Guthrie, W. K. C. Οι Σοφιστές, μετάφραση: Δαμιανός Τσεκουράκης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2014. - Ησίοδος. Έργα και Ημέρες, μετάφραση: Σωκράτης Σκάρτσης. Αθήνα: Κάκτος, 1993.
- Όμηρος. Οδύσσεια, μετάφραση: Θ. Γ. Μαυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2004.
- Πλάτων. Πολιτεία, μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Πόλις, 2002.
- Πλάτων. Πρωταγόρας, μετάφραση: Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2009.
- Αριστοτέλης. Ηθικά Νικομάχεια – Βιβλίο Β, μετάφραση: Δημήτριος Λυπουρλής. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2000.
- Αριστοτέλης. Πολιτικά, μετάφραση: Δημήτριος Ι. Παπαδής. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2006.
- Diels, Hermann Alexander και Kranz, Walther. Οι προσωκρατικοί – Οι μαρτυρίες και Τα αποσπάσματα, μετάφραση: Βας. Α. Κύρκος. Αθήνα: Παπαδήμας Δημ. Ν., 2007