Το “Κοινωνικό συμβόλαιο” παραμένει μια φιλοσοφική λυδία λίθος, αναγκάζοντάς μας να προβληματιστούμε σχετικά με τη φύση της πολιτικής εξουσίας και τη λεπτή ισορροπία μεταξύ της ατομικής ελευθερίας και της συλλογικής ευημερίας.
Το “Κοινωνικό συμβόλαιο” του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ αποτελεί τον πυλώνα στον αστερισμό της πολιτικής φιλοσοφίας, φωτίζοντας την πορεία προς μια δίκαιη και αρμονική κοινωνία. Δημοσιευμένη το 1762, η πραγματεία του Ρουσσώ θέτει ότι τα άτομα, μέσω μιας συλλογικής συμφωνίας, σχηματίζουν μια νόμιμη κυβέρνηση που αντανακλά τη γενική βούληση -μια δημοκρατική αρχή που υπερβαίνει τα συμφέροντα οποιασδήποτε συγκεκριμένης παράταξης.
Στο επίκεντρο του κοινωνικού συμβολαίου του Ρουσσώ βρίσκεται η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, όπου η εξουσία του κράτους πηγάζει από την ενιαία βούληση του λαού. Η ιδέα αυτή έθεσε τις βάσεις για τη σύγχρονη δημοκρατική σκέψη, επηρεάζοντας τους συντάκτες των συνταγμάτων και εμπνέοντας επαναστάσεις. Η έμφαση που έδωσε ο Ρουσσώ στην ισότητα και στην επιδίωξη του κοινού καλού αμφισβήτησε τις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής του, αφήνοντας ανεξίτηλο σημάδι στην πορεία της πολιτικής θεωρίας.
Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από κοινωνική και πολιτική πολυπλοκότητα, το έργο του Ρουσσώ μας καλεί να επανεξετάσουμε τα θεμέλια της διακυβέρνησης, προτρέποντας τις κοινωνίες να περιηγηθούν στον περίπλοκο χορό μεταξύ των προσωπικών ελευθεριών και των κοινών ευθυνών που στηρίζουν μια δίκαιη κοινωνική τάξη.
Απόσπασμα από του Ζαν – Ζακ Ρουσσώ από, Το κοινωνικό συμβόλαιο ή αρχές πολιτικού δικαίου, Βιβλίο ΙΙΙ, κεφ. 4ο, 2004, εκδόσεις Πόλις.
Όποιος νομοθετεί γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε πως πρέπει να εφαρμοστεί και να ερμηνευτεί ο νόμος. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη μορφή διακυβέρνησης παρά όταν η εκτελεστική εξουσία ενώνεται με την νομοθετική. Αλλά τούτο πάλι καθιστά τη διακυβέρνηση αυτή ανεπαρκή κατά ορισμένες θεωρίες, επειδή τα πράγματα που πρέπει να είναι ξεχωριστά δεν είναι, κι όταν ο ηγεμόνας και ο κυρίαρχος είναι το ίδιο πρόσωπο, δεν σχηματίζουν, ούτως ειπείν, παρά μια κυβέρνηση χωρίς κυβέρνηση.
Δεν είναι καλό να εκτελούν τους νόμους όσοι νομοθετούν, ούτε το σώμα του λαού να αποσύρει την προσοχή του από τα γενικά ζητήματα και να την στρέφει στα επιμέρους αντικείμενα. Τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από την επιρροή των ιδιωτικών συμφερόντων στις δημόσιες υποθέσεις. Ακόμα και η κατάχρηση των νόμων από τις κυβερνήσεις είναι μικρότερο κακό από τη διαφθορά του νομοθέτη, μοιραίο επακόλουθο των απόψεων με γνώμονα το ιδιωτικό συμφέρον. Τότε, καθώς το κράτος αλλοιώνεται στην ουσία του, κάθε μεταρρύθμιση γίνεται αδύνατη. Ένας λαός που δεν κάνει ποτέ κατάχρηση της κυβέρνησής του, δεν θα καταχραστεί επίσης την ανεξαρτησία του. Όποιος λαός θα κυβερνούσε πάντοτε καλά δεν θα είχε ανάγκη να τον κυβερνούν.
Αν πάρουμε τον όρο στην αυστηρή σημασία του, δεν υπήρξε ποτέ πραγματική δημοκρατία, και ούτε θα υπάρξει ποτέ. Είναι αντίθετο στην φυσική τάξη να κυβερνά η πλειοψηφία και να κυβερνάται η μειοψηφία. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τον λαό να βρίσκεται διαρκώς σε συνελεύσεις για τις δημόσιες υποθέσεις∙ αντιλαμβανόμαστε εύκολα ότι ο λαός δεν θα μπορούσε να συγκροτήσει επιτροπές για αυτόν το σκοπό χωρίς να αλλάξει η μορφή διοίκησης.
Πράγματι, νομίζω ότι μπορώ να θέσω ως αρχή ότι όταν οι λειτουργίες της κυβέρνησης επιμερίζονται σε πολλά βουλευτήρια, τα πλέον ολιγάριθμα αποκτούν αργά ή γρήγορα το μεγαλύτερο κύρος∙ τουλάχιστον επειδή θα διεκπεραιώνουν ευκολότερα τις υποθέσεις που της προωθούν κανονικά.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση προϋποθέτει το συνδυασμό πολλών δύσκολων πραγμάτων. Πρώτον, ένα πολύ μικρό κράτος όπου ο λαός εύκολα μπορεί να συγκεντρωθεί και κάθε πολίτης μπορεί να γνωρίζει εύκολα όλους τους άλλους. Δεύτερον, μεγάλη απλότητα στα ήθη που να προλαμβάνουν πληθώρα ζητημάτων και τις περίπλοκες συζητήσεις. Κατόπιν, μεγάλη ισότητα στις τάξεις και στις περιουσίες, χωρίς την οποία η ισότητα στα δικαιώματα και την εξουσία δεν μπορεί να διαρκέσει. Τέλος, λίγη ή και καθόλου πολυτέλεια, γατί είναι είτε το αποτέλεσμα του πλούτου είτε τον απαιτεί∙ διαφθείρει έτσι και τον πλούσιο και τον φτωχό, τον πρώτο με την απόκτησή του, τον δεύτερο με την ζήλια. Ο πλούτος πουλά την πατρίδα στην μαλθακότητα και τη ματαιοδοξία∙ στερεί το κράτος από όλους τους πολίτες του, υποδουλώνοντας τους μεν στου δεν, και όλους μαζί στην δοξασία.
Να γιατί ένας διάσημος συγγραφέας (σημ. αναφέρεται στον Μοντεσκιέ) θεώρησε ως βάση της πολιτείας την αρετή, γιατί όλες αυτές οι προϋποθέσεις δεν μπορούν να υπάρξουν δίχως αρετή. Αλλά καθώς δεν έκανε τις απαραίτητες διευκρινίσεις, έλειπε συχνά από αυτή τη λαμπρή ιδιοφυία η ακρίβεια, κάποιες φορές και η ενάργεια, και δεν έβλεπε ότι, καθώς η κυρίαρχη εξουσία είναι παντού η ίδια, η αρχη αυτή πρέπει να υπάρχει σε κάθε εύτακτο κράτος, κατά το μάλλον ή ήττον, ανάλογα βέβαια με την μορφή της κυβέρνησης.
Ας προσθέσουμε δε ότι δεν υπάρχει μορφή διακυβέρνησης τόσο επιρρεπής σε εμφυλίους πολέμους και εσωτερικές διαμάχες όσο η δημοκρατική ή λαϊκή, καθώς καμιά άλλη δεν τείνει τόσο έντονα και διαρκώς να αλλάξει μορφή, και να ζητά μεγαλύτερη επαγρύπνηση και θάρρος για να διατηρηθεί η δική της μορφή. Κυρίως σε αυτή την πολιτική σύσταση πρέπει ο πολίτης να οπλίζεται με δύναμη και σταθερότητα, και να επαναλαμβάνει κάθε μέρα της ζωής του από τα βάθη της καρδιάς του ό,τι έλεγε ένας ενάρετος Παλατίνο στη Δίαιτα της Πολωνίας: Malo periculosam libertatem quam quierum serviitum (Καλύτερα μια ελευθερία γεμάτη κινδύνους παρά μια ήσυχη σκλαβιά).
Αν υπήρχε λαός θεών, θα κυβερνόταν δημοκρατικά. Μια τόσο τέλεια διακυβέρνηση δεν ταιριάζει σε ανθρώπους.