Ο Δημήτρης Λιαντίνης έκλεισε το φως και δεν πρόλαβε να δει τον πνευματικό ξεπεσμό, όμως τον ένιωσε και έγραψε για αυτόν πριν αποφασίσει τη φυγή του.
Ας τραβήξουμε τις κουρτίνες για να δούμε μια υπέροχη επιστολή του Δημήτρη Λιαντίνη που διαβάσαμε στο βιβλίο του Δημήτρη Αλικάκου: «Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός». Η μοναξιά του Λιαντίνη παίζει άσχημο παιχνίδι στην ακόλουθη επιστολή, αν και τελικά δεν ήταν εντελώς μόνος όπως πίστευε, είχε τη μούσα αντάμα να του ψιθυρίζει.
Ο Λιαντίνης χρησιμοποιεί έντονη γλώσσα για να μεταφέρει έναν προσωπικό αγώνα ή μια δυσκολία. Φράσεις όπως “κανείς άλλος δεν θα το περνούσε όπως εγώ” και η λεπτομερής αναφορά στην απουσία θετικών ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων υποδηλώνουν ένα δύσκολο και μοναχικό ταξίδι.Η αναφορά στο ότι δεν έλαβε μια “καλημέρα”, μια “ευλογία” ή τη ζεστασιά της ανθρώπινης σχέσης υποδηλώνει την έλλειψη αποδοχής ή κατανόησης από την ευρύτερη κοινωνία. Η μοναξιά στοίχειωσε την πένα του και εμείς διαβάζουμε ξανά και ξανά αυτή την επιστολή.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός»
«Munchen 25-12-’70.
Χριστούγεννα και τούτα. Εκτός από τους κατάδικους, όσοι δεν είναι δυό-δυό στο κελλί, και τους μοναχούς, κείνους που δεν ζουν σε κοινόβια, αλλά σε σκήτες, και τους λιγοστούς, πούχουνε τη δική μου τρέλλα, δεν θα τα πέρασε άλλος όπως εγώ. Ούτε μια καλημέρα, ούτε μια ευχή, ούτε ενός ανθρώπου μάτι και γέλιο. Έχω ένα χοντρό κερί στο κηροπήγιο και μέρα νύχτα καίει.
Τράβηξα τις κουρτίνες να κλείσω το φως για να μην βλέπουν τα μάτια και κιοτέψει η ψυχή, κι όλες τις ώρες τραμπαλίζομαι στην καρέκλα μου, σκεπάζομαι από γαλάζιους καπνούς και κολυμπάω στον ποταμό της αμίλητης ύπαρξής μου.
Μόνο τ’ αυτιά άφησα ασφάλιστα – σαν τον Οδυσσέα – για να φτάνει ως τη σπηλιά μου ο γιορτερός θόρυβος από το μακρυνό βάθος της πολιτείας.
Κι έρχονται φευγαλέα μπροστά μου εικόνες από τα πλούσια Γόμμορα και την ακόλαστη Πομπηία, για να μου θυμίζουν τον ξεπεσμένο άνθρωπο, που όμως δεν επιτρέπεται να του φορτώσουμε την ενοχή.
Μόνο το μεσημέρι κουμπώθηκα ως το λαιμό και τράβηξα μια βόλτα στο μεγάλο κήπο της πόλης. Περπάτησα ώρα πολλή απάνου στα χιόνια, αγνάντεψα το ποταμάκι, τις πάπιες, τα περιστεράκια που κρυώνανε και μαλάκωσε λίγο η ψυχή και το παράπονο.
Χιόνι… παγωνιά, πλούτος που σε χτυπάει στα μάτια.
Ύστερα ξαναγύρισα στηλώθηκα, σαν φάντασμα, πάλι μπροστά στη λαμπάδα και κυλάνε οι ώρες, είναι κι όλας έντεκα, απάνου στο καλτιρίμι της διαμαρτυρίας, που ποτέ δεν θα ζητήσει ανταμοιβή.
Παρ’ όλα τούτα δεν θα πρέπει να λησμονήσω να σου πω ότι είμαι και κομμάτι χαρούμενος. Κάτι κατάλαβα από το θάμα της Άγιας νύχτας. Ίσως περισσότερα απ’ όσα πιστεύω.
Δικός σου
Δημήτρης»