Ο Δημήτρης Λιαντίνης έκανε αυστηρή κριτική στους σύγχρονους Έλληνες, όχι με επικριτική διάθεση αλλά απ’ την ανάγκή του, να τους ξαναδεί να ορθώνονται και να ψηλώνουν πνευματικά.
Η φιλοσοφία του Δημήτρη Λιαντίνη αλλά και το τέλος της ζωής του σχολιάζεται από πλήθος κόσμου που μελετούν το έργο του και αποδεικνύεται το ισχυρό μωσαϊκό που δημιούργησε μέσα από τη διδασκαλία του.
Κάποιοι τον αποκαλούν ως τον τελευταίο φιλόσοφο της Ελλάδας, μερικοί από την αντίθετη πλευρά προσπαθούν να τον αποδομήσουν όμως το έργο του συνεχίζει να ενδιαφέρει όλους τους ανθρώπους που αγαπούν και μελετούν τη φιλοσοφία.
Τελικά, τι σημαίνει να είσαι απόγονος ενός ιδιαίτερου και πολύπαθου λαού; Σε ποιες παγίδες πέσαμε και τι ξεχάσαμε μέσα στους αιώνες; Η ακόλουθη ανάλυση του Δημήτρη Λιαντίνη θα απαντήσει σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Δημήτρης Λιαντίνης: 10 ομιλίες που χαράχτηκαν στη ψυχή μας – ΒΙΝΤΕΟ
Δημήτρης Λιαντίνης – «Γκέμμα»
Όλα καλά και περίκαλα τά ‘χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τους «αρχαίους ημών πρόγονοι».
Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια.
Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και ταρτουφίζουμε για «τσι γενναίοι προγονοί» σαν τι; Όπως εκείνος ο τράγος του Σικελιανού- που εσήκωνε το απανω-χείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας.
Αλλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κατεμαράνθη.
Όταν είσαι μέσα στο μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο νά ‘χεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα.
Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από έλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το θαλασσοφίλητο νησί.
Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρεις τέσσερες έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση καίρια.
– Για ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την Ελλάδα βλέπετε με άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του πάσχοντα. Με το μάτι του Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη βλέπει τάχατες και τη νομίζει όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και την Αθήνα;
Η απόκριση που του δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε, τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που δίνανε οι ντελή δες του Κιουταχή στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης.
– Ποια Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε, του είπανε. Μιλάς για ίσκιους στη συννεφιά. Και για σύννεφα στην αιθρία. Για τον έξω κόσμο Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε την ξέρει, κανείς δεν τη μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται. Δεν άκουσες το παλιό μοιρολόι;
Κλάψε με, μάνα, κλάψε με,
Και πεθαμένο γράψε με.
Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις.
Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών.
Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο ή κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα.
Αυτή είναι η εικόνα που έχουνε οι ξένοι για την Ελλάδα.