Ο Γιώργος Σεφέρης, ο διακεκριμένος Έλληνας ποιητής και βραβευμένος με Νόμπελ, είναι διάσημος για τη βαθιά και καινοτόμο συμβολή του στη σύγχρονη ποίηση
Ο Γιώργος Σεφέρης και η τα μοναδικά του ποιήματα: Η ποίηση του Σεφέρη χαρακτηρίζεται από τον εσωστρεφή και συχνά μελαγχολικό τόνο της. Περιηγείται αριστοτεχνικά στην πολυπλοκότητα της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας, συνυφαίνοντάς την με τις προσωπικές του εμπειρίες. Η ποίησή του λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα, προσκαλώντας τους αναγνώστες να εξερευνήσουν τα βάθη της ελληνικής ψυχής, ενώ παράλληλα αναλογίζονται τον μεταβαλλόμενο κόσμο γύρω τους.
Ένα από τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα του Σεφέρη είναι ο ρόλος του στην ανάπτυξη της “νεοελληνικής φωνής” στην ποίηση. Η γλώσσα του είναι λιτή, αλλά πλούσια σε συμβολισμούς και αποχρώσεις, αντανακλώντας την προσήλωσή του στην καινοτομία εντός της ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Οι στίχοι του εξερευνούν την ασάφεια της ύπαρξης, την εφήμερη φύση του χρόνου και τη δαιδαλώδη σχέση μεταξύ του ατόμου και της συλλογικής μνήμης.
20 αποφθέγματα του Καρλ Γιουνγκ: «Δεν είμαι αυτό που μου συνέβη, είμαι αυτό που επιλέγω να γίνω»
Γιώργος Σεφέρης: 10 ποιήματα αγάπης:
Άρνηση
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τί καρδιά, με τί πνοή,
τί πόθους και τί πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Ἐπὶ σκηνῆς
Δ´
Ἡ θάλασσα- πῶς ἔγινε ἔτσι ἡ θάλασσα;
Ἄργησα χρόνια στὰ βουνὰ-
μὲ τύφλωσαν οἱ πυγολαμπίδες.
Τώρα σὲ τοῦτο τ᾿ ἀκρογιάλι περιμένω
ν᾿ ἀράξει ἕνας ἄνθρωπος
ἕνα ὑπόλειμμα, μιὰ σχεδία.
Μὰ μπορεῖ νὰ κακοφορμίσει ἡ θάλασσα;
Ἕνα δελφίνι τὴν ἔσκισε μία φορὰ
κι ἀκόμη μιὰ φορὰ
ἡ ἄκρη τοῦ φτεροῦ ἑνὸς γλάρου.
Κι ὅμως ἦταν γλυκὸ τὸ κύμα
ὅπου ἔπεφτα παιδὶ καὶ κολυμποῦσα
κι ἀκόμη σὰν ἤμουν παλικάρι
καθὼς ἔψαχνα σχήματα στὰ βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μοῦ μίλησε ὁ Θαλασσινὸς Γέρος:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σοὺυ
ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις».
Αργά μιλούσες
Αργά μιλούσες μπρος στον ήλιο
και τώρα είναι σκοτάδι
κι ήσουν της μοίρας μου το υφάδι
συ, που θα λέγαν Μπίλιω.
Πέντε στιγμές· και τί έχει γίνει
γύρω στην οικουμένη;
Μια άγραφτη αγάπη ξεγραμμένη
κι ένα στεγνό λαγήνι
κι είναι σκοτάδι… Πού είναι ο τόπος
κι η γύμνια σου ώς τη μέση,
θεέ μου, κι η πιο ακριβή μου θέση
και της ψυχής σου ο τρόπος!
Εις μνήμην
Ήσουν η θεία σιγή
κι άσπρη σα ρύζι
μα η ριγηλή φυγή
πάντα γυρίζει
πήρες τη δίνη
ψυχή φυγόκεντρη
που μας αφήνει
σε πίκρα απόμερη.
Σα νυχτώσει κοιτάζω στο φύλλωμα
σφαλιγμένα τα μάτια των φίλων μας.
Μποτίλια στὸ πέλαγο
Τρεῖς βράχοι λίγα καμένα πεῦκα κι ἕνα ρημοκλῆσι
καὶ παραπάνω
τὸ ἴδιο τοπίο ἀντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεῖς βράχοι σὲ σχῆμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεῦκα, μαῦρα καὶ κίτρινα
κι ἕνα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στὸν ἀσβέστη.
καὶ παραπάνω ἀκόμη πολλὲς φορὲς
τὸ ἴδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτὰ
ὡς τὸν ὁρίζοντα ὡς τὸν οὐρανὸ ποὺ βασιλεύει.
Ἐδῶ ἀράξαμε τὸ καράβι νὰ ματίσουμε τὰ σπασμένα κουπιά,
νὰ πιοῦμε νερὸ καὶ νὰ κοιμηθοῦμε.
Ἡ θάλασσα ποὺ μᾶς πίκρανε εἶναι βαθιὰ κι ἀνεξερεύνητη
καὶ ξεδιπλώνει μίαν ἀπέραντη γαλήνη.
Ἐδῶ μέσα στὰ βότσαλα βρήκαμε ἕνα νόμισμα
καὶ τὸ παίξαμε στὰ ζάρια.
Τὸ κέρδισε ὁ μικρότερος καὶ χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε μὲ τὰ σπασμένα μας κουπιά.
Ὑστερόγραφο
Ἀλλὰ ἔχουν μάτια κάτασπρα χωρὶς ματόκλαδα
καὶ τὰ χέρια τοὺς εἶναι λιγνὰ σὰν τὰ καλάμια.
Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς. Γνώρισα
τὴ φωνὴ τῶν παιδιῶν τὴν αὐγὴ
πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς ροβολώντας
χαρούμενα σὰ μέλισσες καὶ σὰν
τὶς πεταλοῦδες μὲ τόσα χρώματα.
Κύριε ὄχι μ᾿ αὐτούς, ἡ φωνή τους
δὲ βγαίνει κἂν ἀπὸ τὸ στόμα τους.
Στέκεται κεῖ κολλημένα σὲ κίτρινα δόντια.
Δική σου ἡ θάλασσα κι ὁ ἀγέρας
μ᾿ ἕνα ἄστρο κρεμασμένο στὸ στερέωμα,
Κύριε, δὲ ξέρουνε πῶς εἴμαστε
ὅ,τι μποροῦμε νὰ εἴμαστε
γιατρεύοντας τὶς πληγές μας μὲ τὰ βότανα
ποῦ βρίσκουμε πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς
ὄχι ἄλλες, τοῦτες τὶς πλαγιὲς κοντά μας,
πῶς ἀνασαίνουμε ὅπως μποροῦμε ν᾿ ἀνασαίνουμε
μὲ μιὰ μικρούλα δέηση κάθε πρωὶ
ποῦ βρίσκει τ᾿ ἀκρογιάλι ταξιδεύοντας
στὰ χάσματα τῆς μνήμης.
Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς.
Ἂς γίνει ἀλλιῶς τὸ θέλημά Σου.
Λίγο ἀκόμα
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,
νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε
λίγο ψηλότερα.
Ο δικός μας ήλιος
Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε
ποιός υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιός πεθαίνει;
Μια γυναίκα φώναζε χτυπώντας το στεγνό στήθος της: «Δειλοί
μου πήραν τα παιδιά μου και τα κομμάτιασαν, σεις τα σκοτώσατε
κοιτάζοντας με παράξενες εκφράσεις το βράδυ τις πυγολαμπίδες
αφηρημένοι μέσα σε μια τυφλή συλλογή».
Το αίμα στέγνωνε πάνω στο χέρι που το πρασίνιζε ένα δέντρο
ένας πολεμιστής κοιμότανε σφίγγοντας τη λόγχη που του φώτιζε το πλευρό.
Ήταν δικός μας ο ήλιος, δε βλέπαμε τίποτε πίσω από τα χρυσά κεντίδια
αργότερα ήρθαν οι μαντατοφόροι λαχανιασμένοι βρόμικοι
τραυλίζοντας συλλαβές ακατανόητες
είκοσι μερόνυχτα πάνω στη στέρφα γης και μόνο αγκάθια
είκοσι μερόνυχτα νιώθοντας ματωμένες τις κοιλιές των αλόγων
κι ούτε στιγμή να σταματήσουν για να πιουν το νερό της βροχής.
Είπες να ξεκουραστούν πρώτα κι έπειτα να μιλήσουν, σε είχε θαμπώσει το φως.
Ξεψύχησαν λέγοντας: «Δεν έχουμε καιρό» γγίζοντας κάτι αχτίδες·
ξεχνούσες πως κανείς δεν ξεκουράζεται.
Ούρλιαζε μια γυναίκα: «Δειλοί» σαν το σκυλί τη νύχτα
θα ήταν ωραία κάποτε σαν εσένα
με στόμα υγρό, τις φλέβες ζωντανές κάτω απ’ το δέρμα
με την αγάπη.
Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μας· τον κράτησες ολόκληρο δε θέλησες να μ’ ακολουθήσεις
κι έμαθα τότε αυτά τα πράγματα πίσω από το χρυσάφι και το μετάξι·
δεν έχουμε καιρό. Σωστά μιλήσαν οι μαντατοφόροι.
Παντούμ
Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
ψυχή μου λυτρώσου απ’ τον κρίκο του σκότους
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια.
Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιός νόμος σε δένει.
Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιός νόμος σε δένει
και τί θα σου μείνει και τί θα σ’ αφήσει.
Στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ακούγουνται μόνο του χρόνου τα σείστρα·
και τί θα σου μείνει και τί θα σ’ αφήσει
αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα.
Ακούγουνται μόνο του χρόνου τα σείστρα
μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα
ούτε όνειρο θά βρεις να δώσει ένα δάκρυ.
Μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
ούτε όνειρο θά βρεις να δώσει ένα δάκρυ
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα φίδι.
Ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
σαν τί να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα φίδι
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη.
Σαν τί να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
Σ’ ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη
τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους.
Αριάδνη
Ήταν ωραία τα χείλια σου και σ’ άρεσε η ελιά
που δάγκωσες· το κόκκινο, το πυρρό, και το μαύρο
σμίγουν καλά σαν απλωθεί το χέρι στη θελιά
κι αφήσει ελεύθερο το σκύλο, το λαγό, τον ταύρο.
Και λάμπουνε τα ζώα ζεστά στη μέρα την κλειστή
κι όλα μαζί πλοκάμων κόμποι και σφιγμένα μέλη,
δόντια σε δυο βατόμουρα, και θάμνοι αγκαθεροί,
και δάχτυλα χαϊδεύοντας το φως σαν ένα χέλι
χρυσό, που τρύπησε τον άσπρο θόλο τ’ ουρανού—
κι όλα μαζί λικνίζουνται στην άκρη της αβύσσου,
χωρίς εγώ, χωρίς ειρμό, κι οι κορφές του βουνού
που ξύπνησαν τόσο σκληρές· και το γλυφό κορμί σου
χορεύοντας, πεθαίνοντας, χορεύοντας ξανά
και το καλάμι καρφωμένο στ’ οργισμένο δέλτα…
…βαθύ… πουλί… χιμώ… λαβή… τυφλή… λαβώ… λαβ… λα…
…βύρινθος… άλφα… βήτα… γάμμα… δέλτα…
Πόρος, 3. 11. 1946
Κατερίνα Γώγου: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος, το νου σου ε;»