Το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου «Όλα Είναι Μοναξιά Στο Καλέντζι» μάς παρασύρει σ’ έναν συναισθηματικό φορτισμένο κόσμο απομόνωσης και θυσίας, χρησιμοποιώντας εικόνες που παραπέμπουν στη ζοφερότητα μιας ζωής που ζει υπηρετώντας τους άλλους, χωρίς ποτέ να παίρνει τίποτα ως αντάλλαγμα.
Ο ποιητής αναλογίζεται μια φιγούρα που υπήρχε σ’ ένα σπίτι χωρίς παράθυρα, μια κατάσταση κυριολεκτική αλλά και μεταφορική, όπου αντιπροσωπεύει την απουσία ελπίδας φωτός και σύνδεσης με τον έξω κόσμο. Πόσο αληθινό!
«Μας τα έλεγε ο Καμύ»: Είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή μόνο αυτοί που δεν την έχουν ζήσει
Νικηφόρος Βρεττάκος, Όλα Είναι Μοναξιά Στο Καλέντζι – «Η εκλογή μου». Εκδόσεις «ποταμός»
Υπάρχουν σπίτια στον κόσμο
που δεν έχουν κανένα παράθυρο.
Ούτε καν για ένα άστρο,
ούτε για ένα κλωνάρι μυγδαλιάς, για έν στάχυ
ή για μιάν ηλιαχτίδα διπλωμένη στα τέσσερα,
σάν ένα γράμμα που το στέλνει ο Θεός.
(Τέτοιο γράμα δεν έλαβες.)
Δίχως θέα στο μέλλον,
περπατούσες στα νύχια, γονάτιζες,
αφουγκραζόσουν τον ύπνο μας τα μεσάνυχτα,
μας έλουζες και μας χτένιζες,
μας φορούσες καθαρά ρούχα την Κυριακή,
μας συνόδευες κάτου στην πόρτα
και μας κοίταζες άφωνη, ώσπου
μας έπαιρνε ο ήλιος.
Όλα ήταν για μας.
Για σένα δεν είχε τίποτα ο κόσμος.
Για μας τα λουλούδια κι η θάλασσα,
τα τραγούδια και η Λαμπρή.
Χωρίς δαχτυλίδι στο χέρι,
περιχαρακωμένη στη μοίρα σου,
ψήλωνες μέσα στη μοναξιά σου,
μας μάλωνες με την πίκρα σου.
Κι ενώ τρέχαμε μείς
πιασμένοι απ’τα χέρια
ν’αγκαλιάσουμε τον ορίζοντα, εσύ
έψαχνες για παράθυρα,
σ’ένα σπίτι παράξενο και πικρό, που δεν είχε
τίποτε άλλο εκτός
από μια πόρτα να φύγεις.
Μα τα πλοία δεν σε παίρνανε
γιατί είχες τον άνεμο και τη θάλασσα μέσα σου
γιατί είχες μιάν έρημο μέσα σου, δίχως
πουλί και τραγούδι.
Τα παιδιά μας διαβάζουν γύρω από τη σόμπα.
Γελούν τα τετράδια τους ανοιγμένα στο φώς.
Το τραπέζι είναι έτοιμο, κανένας δεν λείπει.
(Εσύ πάντα έλειπες.)
Τώρα θα βρέχει εκεί πάνω που βρίσκεσαι
έτσι δεν είναι; Μπορεί να χιονίζει.
Τι λέω; Άν χιονίζει; Χιονίζει
μέσα σ’όλη την έκταση της συλλογής σου.
Το ξέρουμε
κι όταν βγαίνει ο ήλιος
παρακαλούμε κι οι τρείς:
«Ήλιε μας, κόψε μια πήχυ απ’τη λάμψη σου,
ν’αναπάψει το χέρι
σταυρωμένο στο στήθος της.
Το σπίτι της είναι
κάτω απ’το σύννεφο».
Δεν έχουμε άλλο.
Οι δρόμοι είναι ανάστατοι.
Τα ποτάμια θολά.
Καληνύχτα σου.