Ο Βίλχελμ Ράιχ (Wilhelm Reich, 24 Μαρτίου 1897 – 3 Νοεμβρίου 1957) ήταν Αυστριακός ψυχαναλυτής, που ανήκε στο δεύτερο κύμα ψυχαναλυτών μετά τον Σίγκμουντ Φρόυντ.
Ο Βίλχελμ Ράιχν αναδείχθηκε ως μία από τις πιο ριζοσπαστικές προσωπικότητες στην ιστορία της ψυχιατρικής. Στις αρχές της καριέρας του, ο Ράιχ ήταν εξέχων ψυχαναλυτής και αφοσιωμένος οπαδός του Φρόυντ. Επιπλέον, ευθυγραμμίστηκε με τον μαρξισμό, συμμετέχοντας ενεργά στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας από το 1928 έως το 1933. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι πρωτοποριακές ψυχολογικές του θεωρίες και οι πολιτικές του πεποιθήσεις οδήγησαν σε ρήξη τόσο με την ψυχαναλυτική κοινότητα όσο και με το κομμουνιστικό κίνημα. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, ο Ράιχ κατέφυγε στη Σκανδιναβία, όπου η βιολογική του έρευνα τον απομάκρυνε όλο και περισσότερο από τις επικρατούσες ψυχαναλυτικές απόψεις.
Απόσπασμα από το “Άκου ανθρωπάκο” του Βίλχελμ Ράιχ
«Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πως θα ένιωθε ένας αητός άμα έκλωθε αυγά μιας κότας; Αρχικά ο αητός νομίζει ότι θα κλωσσήσει μικρά αετόπουλα που θα μεγαλώσουν. Μα εκείνο που βγαίνει από τα αυγά δεν είναι παρά μικρά κοτόπουλα. Απελπισμένος ο αητός εξακολουθεί να ελπίζει πως τα κοτόπουλα θα γίνουν αητοί. Μα που τέτοιο πράμμα!
Τελικά δε βγαίνουν παρά κότες που κακαρίζουν.
Όταν ο αητός διαπιστώνει κάτι τέτοιο βρίσκεται στο δίλημμα αν πρέπει να καταβροχθίσει όλα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Μα συγκρατείται. Κι’ ό,τι τον κάνει να συγκρατηθεί είναι μια μικρή ελπίδα· πως ανάμεσα στα τόσα κοτόπουλα, μπορεί κάποτε να βρεθεί ένα αητόπουλο, ικανό σαν εκείνον τον ίδιο, ένα αητόπουλο που από την ψηλή φωληά του θ’ ατενίζει μακριά κόσμους καινούριους, σκέψεις καινούριες, καινούρια σχήματα ζωής.
Μόνο αυτή η ανεπαίσθητη ελπίδα κρατάει το λυπημένο, τον αποξενωμένο αητό από την απόφασή του να φάει όλα τα κοτόπουλα και όλες τις κότες που κακαρίζουν, και που δεν βλέπουν ότι τα κλωσάει ένας αητός, δεν καταλαβαίνουν ότι ζούνε σ’ ένα ψηλό, απόμακρο βράχο, μακριά από τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες. Δεν ατενίζουν την απόσταση, όπως κάνει ο απομονωμένος αητός. Μόνο καταβροχθίζουν και καταβροχθίζουν, όλο καταβροχθίζουν ό,τι φέρνει ο αητός στη φωλιά.
Οι κότες και τα κοτόπουλα άφησαν τον αητό να τα ζεστάνει κάτω από τα μεγάλα και δυνατά του φτερά όταν απ’ όξω κροτάλιζε η βροχή και αναβροντούσαν οι καταιγίδες που ‘κείνος άντεχε δίχως καμμιά προστασία. Όταν τα πράμματα γίνονταν σκληρότερα, του πέταγαν μικρές μυτερές πέτρες από κάποια ενέδρα για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν.
Όταν ο αητός αντιλήφθηκε την κακοήθεια ετούτη, πρώτη του αντίδραση ήταν να τα ξεσχίσει σε χίλια κομμάτια. Μα το ξανασκέφτηκε κι’ άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, έλπισε, θα βρισκόταν – έπρεπε να βρεθεί – ανάμεσα στα τόσα κοντόφθαλμα κοτόπουλα που κακάριζαν και καταβρόχθιζαν ό,τι έλαχε μπροστά τους, ένας μικρός αητός σαν τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο μοναχός αητός μέχρι σήμερα δεν έχει εγκαταλείψει την ελπίδα. Κι’ εξακολουθεί να κλωσσάει κοτόπουλα.
Δεν θέλεις να γίνεις αητός, Ανθρωπάκο. Γιαυτό σε τρώνε τα όρνεα.
Φοβάσαι τους αητούς κι’ έτσι ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά εξολοθρεύεσαι.
Γιατί μερικά από τα κοτόπουλα σου έχουν κλωσσήσει αυγά όρνεων.
Και τα όρνεά σου έχουνε γίνει οι Φύρερ σου ενάντια στους αητούς, τους αητούς που θελήσανε να σε οδηγήσουν σε μακρινότερες, πιο υποσχετικές αποστάσεις.
Τα όρνεα σε δίδαξαν να τρως ψοφίμια και ν’ασαι ικανοποιημένος με ελάχιστα σπειριά σιτάρι.
Σ’ έμαθαν και να ορύεσαι “Ζήτω, ζήτω, Μέγα Όρνεο!”. Τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κι’ ακόμη φοβάσαι τους αητούς που κλωσσάνε τα κοτόπουλά σου.»