Ο Ανδρέας Κάλβος και η διάχυτη μελαγχολία της ποίησής του εμπεριέχει δεσμευτικό χαρακτήρα για όποιον την αναγνώσει, με τον ίδιο τρόπο μαγνήτισε και τον Κωστή Παλαμά, όπου ανακάλυψε τη μοναδική πένα του.
Η ποίησή του συνδύαζε άψογα τη νεοκλασική παιδεία με μια ρομαντική ψυχοσύνθεση, αναμειγνύοντας το δραματικό με το ειδυλλιακό και συγχωνεύοντας το παγανιστικό με το χριστιανικό. Το 1819, ο Κάλβος τύπωσε την πρώτη του ελληνική ωδή, την “Ελπίς Πατρίδος”, που ανακαλύφθηκε σχεδόν δύο αιώνες αργότερα στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης.
Μετά τη συμμετοχή του στο κίνημα των Καρμπονάρων, τη σύλληψή του και την απέλασή του το 1821, ο Κάλβος εγκαταστάθηκε στη Γενεύη. Συγκλονισμένος από την επανάσταση, δημοσίευσε το 1824 τη “Λύρα”, μια συλλογή ωδών που κέρδισε την αναγνώριση σε γαλλικές μεταφράσεις. Μέχρι το 1827 δίδασκε στην Ιόνιο Ακαδημία, ενώ αργότερα ασχολήθηκε με ιδιωτικά μαθήματα μέχρι το 1836. Αφού διηύθυνε για λίγο το Γυμνάσιο της Κέρκυρας το 1841, συνεργάστηκε με τοπικές εφημερίδες. Έφυγε από την Κέρκυρα το 1852, επέστρεψε στην Αγγλία και το 1853 παντρεύτηκε τη Charlotte Wadams. Μέχρι το θάνατό του στις 3 Νοεμβρίου 1869, ο Κάλβος δίδασκε στο σχολείο του Wadams στο Louth, ενώ η τελευταία του κατοικία βρίσκεται στο νεκροταφείο της εκκλησίας της Αγίας Μαργαρίτας στο Kendington.
Ρένος Αποστολίδης: «υπάρχουν παντού οι άξιοι…οι άνθρωποι – και να τους βρήτε, να τους βρούμε»
Η ποίηση του Ανδρέα Κάλβου
ᾨδὴ Πρώτη. Ὁ Φιλόπατρις
α´.
Ὦ φιλτάτη πατρίς,
ὦ θαυμασία νῆσος,
Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας
τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος
τὰ χρυσὰ δῶρα!
β´.
Καὶ σὺ τὸν ὕμνον δέξου·
ἐχθαίρουσιν οἱ Ἀθάνατοι
τὴν ψυχήν, καὶ βροντάουσιν
ἐπὶ τὰς κεφαλὰς
τῶν ἀχαρίστων.
γ´.
Ποτὲ δὲν σὲ ἐλησμόνησα,
ποτέ· – Καὶ ἡ τύχη μ᾿ ἔρριψε
μακρὰ ἀπόσε· μὲ εἶδε
τὸ πέμπτον τοῦ αἰῶνος
εἰς ξένα ἔθνη.
δ´.
Ἀλλὰ εὐτυχής, ἢ δύστηνος
ὅταν τὸ φῶς ἐπλούτη
τὰ βουνά, καὶ τὰ κύματα,
σὲ ἐμπρὸς τῶν ὀφθαλμῶν μου
πάντοτες εἶχον.
ε´.
Σύ, ὅταν τὰ οὐράνια
ρόδα μὲ᾿ τὸ ἀμαυρότατον
πέπλον σκεπάζῃ ἡ νύκτα,
σὺ εἶσαι τῶν ὀνείρων μου
ἡ χαρὰ μόνη.
ᾨδὴ Δευτέρα. Εἰς Δόξαν
α´.
Ἔσφαλεν ὁ τὴν δόξαν
ὀνομάσας ματαίαν,
καὶ τὸν ἄνδρα μαινόμενον
τὸν πρὸ τοιαύτης καίοντα
θεᾶς τὴν σμύρναν.
β´.
Δίδει αὐτὴ τὰ πτερά·
καὶ εἰς τὸν τραχύν, τὸν δύσκολον
τῆς Ἀρετῆς τὸν δρόμον
τοῦ ἀνθρώπου τὰ γόνατα
ἰδοὺ πετάουν.
γ´.
Μικρὰν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
ἔτυχ᾿ ὅστις ἀκούει
τῆς δόξης τὴν παράκλησιν
καὶ δειλιάζει.
δ´.
Ποτέ, ποτὲ μὲ᾿ δάκρυα
δὲν ἔβρεξεν ἐκεῖνος
τῶν φίλων του τὸ μνῆμα,
οὔτε τὸ χῶμα ἐφίλησε
τῶν συγγενῶν του.
ε´.
Εἰς τὸν ἠγριωμένον
βαθὺν ὠκεανόν,
ὅπου φυσάει μὲ᾿ βίαν
καὶ ὀργίζεται τὸ πνεῦμα
τῆς πικρᾶς τύχης·
ᾨδὴ Τετάρτη. Εἰς Σάμον
α’.
Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία.
β´.
Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτει
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος·
γ´.
Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. –
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον.
δ´.
Μοῦσα τὸ Ἰκάριον πέλαγος
ἔχεις γνωστόν. Νά ἡ Πάτμος,
νά αἱ Κορασσίαι, κ᾿ ἡ Κάλυμνα
ποὺ τρέφει τὰς μελίσσας
μὲ᾿ ἀθέριστα ἄνθη.
ᾨδὴ Ἐννάτη. Εἰς Ἐλευθερίαν
α´.
Δυστυχησμένα πλάσματα
τῆς πλέον δυστυχησμένης
φύσεως, τελειώνομεν
ἕνα θρῆνον καὶ εἰς ἄλλον
πέφτομεν πάλιν.
β´.
Ἡμεῖς κατεδικάσθημεν
ἄθλιοι, κοπιασμένοι,
πάντα ῾νὰ κατατρέχωμεν,
ἀλλὰ ποτὲ δὲν φθάνομεν
τὴν εὐτυχίαν.
γ´.
Ἴσως (ἂν δὲν μὲ τρέφῃ
ματαία ἐλπίς) εὑρίσκεται
μετὰ τὸν θάνατόν μου
γλυκυτέρα ζωὴ
καὶ μὲ προσμένει.
δ´.
Ὅμως, διατὶ ἐὰν ἔσπειρε
παντοῦ εἰς τὴν οἰκουμένην
τὴν χαρὰν μὲ᾿ τὴν θλῖψιν
τοῦ ἐπουρανίου πατρὸς
τὸ δίκαιον χέρι·
ᾨδὴ Δεκάτη. Ὁ Ὠκεανός
α´.
Γῆ τῶν θεῶν φροντίδα,
Ἑλλὰς ἡρῴων μητέρα,
φίλη, γλυκεῖα πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ᾿ ἐσκέπασε,
νύκτα αἰώνων.
β´.
Οὕτω εἰς τὸ χάος ἀμέτρητον
τῶν οὐρανίων ἐρήμων,
νυκτερινὸς ἐξάπλωσεν
ἔρεβος τὰ πλατέα
πένθιμα ἐμβόλια.
γ´.
Καὶ εἰς τὴν σκοτιὰν βαθεῖαν,
εἰς τὸ ἀπέραντον διάστημα,
τὰ φῶτα σιγαλέα
κινῶνται τῶν ἀστέρων
λελυπημένα.
δ´.
Ἐχάθηκαν ᾑ πόλεις,
ἐχάθηκαν τὰ δάση,
κ᾿ ἡ θάλασσα κοιμᾶται
καὶ τὰ βουνά· καὶ ὁ θόρυβος
παύει τῶν ζώντων.
ε´.
Εἰς τὰ φρικτὰ βασίλεια
ὁμοιάζει τοῦ θανάτου
ἡ φύσις ὅλη· ἐκεῖθεν
ἦχος ποτὲ δὲν ἔρχεται
ὕμνων ἢ θρήνων.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Από το μουσείο του Καποδίστρια