«Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας», καταθέτει ο Καμύ για το καλοκαίρι του.
Ο Καμύ και τα γλυκά καλοκαίρια του. Μπορεί τα καλοκαίρια που παιρνούν από κάθε εποχή να κουράζουν και να υπόσχονται πολλά παραπάνω απ’ αυτά που μπορούν να προσφέρουν, αλλά οι λογοτεχνικές πένες των συγγραφέων δύσκολα καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα δίχτυα τους. Το καλοκαίρι του Καμύ είναι ένας διαλογισμός για την απεραντοσύνη της ύπαρξης και τον ρυθμό της φύσης. Καταλήγει πως η αληθινή αγάπη, όπως και η θάλασσα, είναι ταυτόχρονα πιστή και φευγαλέα. Η θάλασσα φαίνεται πως γίνεται σύντροφος στη μοναξιά του, μια παρηγορητική παρουσία που τον βοηθά να συμφιλιωθεί με το αναπόφευκτο της θνητότητας.
Ο Καβάφης πιάνει στα δίχτυα της πένας του μια φευγαλέα ηχώ: «Αύγουστος ήταν; — η βραδιά…»
Αλμπέρ Καμύ «Το καλοκαίρι».
Και μόνοι με τον ορίζοντα.
Τα κύματα έρχονται απ’ την αόρατη Ανατολή, ένα ένα, υπομονετικά.
Φτάνουνε μέχρις εμάς και πάλι υπομονετικά φεύγουν προς την άγνωστη Δύση, ένα ένα.
Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ…
Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει.
Έτσι θα ‘πρεπε ν’ αγαπώ, πιστά και φευγαλέα.
Σμίγω με τη θάλασσα.
(…)
Μερικές νύχτες που η γλυκύτητά τους παρατείνεται, ναι, μπορούμε άφοβα να πεθάνουμε τότε, ξέροντας πως τούτες οι νύχτες θα ξανάρθουν ύστερα από μας πάνω στη γη και στη θάλασσα.
Απέραντη θάλασσα, πάντα οργωμένη, πάντα παρθένα, η θρησκεία μου μαζί με τη νύχτα!
Μας πλένει και μας χορταίνει στα στείρα αυλάκια της, μας ελευθερώνει και μας κρατάει ορθούς.
Σε κάθε κύμα μια υπόσχεση, πάντα η ίδια.
Τι λέει το κύμα;
Αν θα ‘πρεπε να πεθάνω περιστοιχισμένος από κρύα βουνά, αγνοημένος από τον κόσμο, δίχως την αγάπη των δικών μου, εξουθενωμένος τέλος, η θάλασσα, την ύστατη στιγμή, θα γέμιζε το κελί μου, θα ερχόταν να με συγκρατήσει πάνω από το είναι μου και να με βοηθήσει να πεθάνω χωρίς μίσος.
(…)
Ο χώρος και η σιωπή σμίγουν και γίνονται βάρος στην καρδιά.
Μια ξαφνική αγάπη, ένα μεγάλο έργο, μια αποφασιστική πράξη, μια σκέψη που μεταμορφώνει προκαλούν σε ορισμένες στιγμές την ίδια ανυπόφορη αγωνία, ανάμεικτη μ’ ακαταμάχητα θέλγητρα.
Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ’ όνομά του, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου;
Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας.
Μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ,Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν, εκδ. Πατάκη