Στο βιβλίο «Μια μικρή φιλοσοφία του έρωτα» ο Αλαίν ντε Μποττόν εξερευνά την περιπετειώδη δυναμική του τρόπου με τον οποίο ερωτευόμαστε, αντλώντας βαθιές ιδέες που συντονίζονται με τις βαθύτερες εμπειρίες μας.
Απηχώντας τις παρατηρήσεις του Όσκαρ Ουάιλντ, ο Αλαίν ντε Μποττόν υποστηρίζει ακόμη ότι ο έρωτας συχνά απαιτεί ένα θρίαμβο της ελπίδας επί της αυτογνωσίας. Μπαίνουμε στον έρωτα με την προσδοκία ότι ο άλλος θα είναι απαλλαγμένος από τα ελαττώματα που αναγνωρίζουμε στον εαυτό μας: τη δειλία, την αδυναμία, την τεμπελιά, την ανειλικρίνεια, τον συμβιβασμό και τη βλακεία. Εξιδανικεύουμε τον αγαπημένο μας, περικυκλώνοντάς τον με μια «ερωτική σεβράνη» που τον προστατεύει από τα δικά μας ελαττώματα, επιτρέποντάς μας έτσι να δούμε σε αυτόν μια τελειότητα που αδυνατούμε να βρούμε στον εαυτό μας.
Αυτή η εξιδανίκευση αποτελεί το θεμέλιο των ρομαντικών μας προσπαθειών. Μέσω της ένωσής μας με τον αγαπημένο, προσπαθούμε να διατηρήσουμε μια εύθραυστη πίστη στην ανθρώπινη καλοσύνη, ελπίζοντας ότι η αντιληπτή τελειότητά τους θα μας εξυψώσει με κάποιον τρόπο και θα διατηρήσει την πίστη μας στη δυνατότητα υπέρβασης των εγγενών ελαττωμάτων μας.
Αλαίν ντε Μποττόν: Μικρή Φιλοσοφία του Έρωτα, εκδόσεις Πατάκη.
«Το ότι ερωτευόμαστε τόσο απότομα, οφείλεται μάλλον στο ότι η διάθεση για έρωτα έχει εκδηλωθεί πριν δούμε το προσφιλές πρόσωπο – η ανάγκη επινοεί τη λύση της.
Η εμφάνιση του προσφιλούς προσώπου δεν είναι παρά το δεύτερο στάδιο στην προγενέστερη ανάγκη να ερωτευτούμε.
Η ερωτική μας πείνα αρπάζεται από τα δικά του χαρακτηριστικά, και η λαχτάρα μας στερεοποιείται πάνω του».
«Σύμφωνα με τον Όσκαρ Ουάιλντ, κάθε φορά που ερωτευόμαστε, απαιτείται να θριαμβεύσει η ελπίδα επί της αυτογνωσίας.
Ερωτευόμαστε ελπίζοντας ότι δεν θα βρούμε στον άλλο όσα γνωρίζουμε ότι ενυπάρχουν σε μας: τη δειλία, την αδυναμία, την οκνηρία, την ανειλικρίνεια, τους συμβιβασμούς, την ωμή βλακεία.
Κυκλώνουμε σε ένα ερωτικό σιρίτι τον καλό μας ή την καλή μας, και αποφασίζουμε πως, κατά κάποιον απροσδιόριστο τρόπο, ότι περικλείεται από αυτό δεν θα βαρύνεται από τα δικά μας ελαττώματα και άρα θα είναι αξιέραστο.
Βρίσκουμε στο προσφιλές μας πρόσωπο μια τελειότητα που αδυνατούμε να την διακρίνουμε στον εαυτό μας και ελπίζουμε ότι, μέσω της ένωσης μας μαζί του, κάπως θα γίνει και θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε (παρά τις αντενδείξεις της αυτογνωσίας μας) μια έστω επισφαλή πίστη στο ανθρώπινο γένος».
Το «Μυστικό Δείπνο» και οι αξιοσιχτίριστοι γαλλικοί ολυμπιακοί αγώνες