Ο Έρμαν Έσσε μας καλεί να ξαναπλάσουμε τον κόσμο από την αρχή. Είναι εφικτό σ΄ έναν κόσμο πλασμένο από τον φόβο;
Η εναγώνια προσπάθεια του Έσσε να χτίσουμε έναν ολόκληρο εαυτό διέπει το σύνολο του έργου του. Ο ίδιος δεν κατάφερε να μην ασπαστεί την πιο δημοφιλή φιλοσοφία των μεγάλων στοχαστών, τη «φιλοσοφία της μελαγχολίας», καθώς έπασχε από κατάθλιψη. έτσι, όπως πολλοί ατυχήσαντες αυτής της ζωής βρήκε καταφύγιο στον κόσμο της λογοτεχνίας, εκφράζοντας στοχασμούς που είχαν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον Σίλερ, τον Γκαίτε αλλά και τον Νίτσε.
Ντέμιαν – Έρμαν Έσσε
Η κοινότητα είπε ο Ντέμιαν, είναι κάτι ωραίο. Αλλά αυτές οι κοινότητες, που κάθε τόσο ανθίζουν, είναι ψεύτικες. Μια νέα και αληθινή κοινότητα θα προέλθει από την αμοιβαία συνεννόηση των ατόμων, και μόνο αυτή θα ξαναπλάσει τον κόσμο.
Αυτό που σήμερα περνά για κοινότητα, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά αγέλη. Οι άνθρωποι ενώνονται γιατί ο ένας νιώθει φόβο μπροστά στον άλλο. Τα αφεντικά για τον εαυτό τους, οι εργάτες το ίδιο, οι μορφωμένοι το ίδιο!
Και γιατί φοβούνται;
Έχει κανείς φόβο, αν δε συμφωνεί με τον εαυτό του.
Φοβούνται λοιπόν, γιατί δεν έχουν γνωρίσει τον εαυτό τους.
Συγκεντρώνονται όλοι μαζί, γιατί τους τρομάζει το άγνωστο που έχουν μέσα τους!
Νιώθουν όλοι πως οι παλιοί νόμοι δεν ισχύουν πια- ζουν με τα παλιά ήθη, αλλά ούτε οι θρησκείες ούτε η ηθική μπορούν να τους χρησιμέψουν.
Περισσότερο από εκατό χρόνια η Ευρώπη σπουδάζει και χτίζει εργοστάσια!
Ξέρουν καλά πόσα γραμμάρια μπαρούτι χρειάζεται για να σκοτώσουν έναν άνθρωπο, αλλά δεν ξέρουν πώς να προσευχηθούν και πώς να περάσουν μια πραγματικά, ευχάριστη ώρα.
Πήγαινε να δεις σε μια ταβέρνα πώς διασκεδάζουν οι φοιτητές. Ή σε μια συγκέντρωση πλουσίων, όπου διασκεδάζουν! Παντού απελπισία!
Αγαπητέ Σίνκλερ, από όλ’ αυτά δεν μπορεί να βγει τίποτε το καθαρό. Οι άνθρωποι αυτοί, που ενώνονται μεταξύ τους από φόβο, είναι γεμάτοι άγχος και κακία, κανείς δεν εμπιστεύεται τον άλλο. Γαντζώνονται από ιδεώδη που δεν υφίστανται πια, και λιθοβολούν οποιονδήποτε επιχειρεί να προσφέρει ένα καινούριο ιδεώδες.
Χαρούμενος μέσα στην ψυχρή νύχτα γύριζα σπίτι. Εδώ κι εκεί στους δρόμους της πόλης περιφέρονταν φοιτητές μεθυσμένοι, τρικλίζοντας και κάνοντας θόρυβο. Πολλές φορές αισθάνθηκα την αντίθεση ανάμεσα στον κωμικό τρόπο της χαρούμενης ζωής τους και της δικής μου μοναξιάς. Συχνά ένιωθα στέρηση κι άλλοτε διάθεση ειρωνείας.
Διαβάσαμε τη «Φιλοσοφία της Μελαγχολίας», η οποία υπερβαίνει την επιβολή της αισιοδοξίας
Αλλά ποτέ δεν ένιωσα, όπως σήμερα, με γαλήνη και απόλυτη σιγουριά, πόσο ξένος και αταίριαστος ήταν αυτός ο κόσμος για μένα.
Θυμόμουν μερικούς υπαλλήλους της πατρίδας μου, ηλικιωμένους, αξιοσέβαστους κυρίους, που νοσταλγούσαν τα φοιτητικά τους χρόνια με τις ελευθερίες και τις ασωτείες, σα να’ταν ο παράδεισος της ευτυχίας, όπως ακριβώς ποιητές και ρομαντικοί υμνούν τα παιδικά τους χρόνια.
Παντού τα ίδια! Παντού γύρευαν την “ελευθερία” και την “ευτυχία”, από φόβο και έλλειψη ευθύνης- γιατί θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το δρόμο που τους έδειχνε η ευθύνη τους. Μερικά χρόνια λοιπόν γλεντοκοπούν και ασωτεύουν κι έπειτα γίνονται σοβαροί, δημόσια πρόσωπα.
Ναι, όλα ήταν σάπια, σάπια πέρα για πέρα, κι αυτές οι ανοησίες των φοιτητών χίλιες φορές χειρότερες από πολλές άλλες.
Έρμαν Έσσε: «Όταν μισούμε έναν άνθρωπο, τον μισούμε για κάτι που μας θυμίζει τον εαυτό μας»