Η κατοχή, ο ελληνικός εμφύλιος και η σκοτεινή ιστορία των πολιτικών φρονημάτων σ΄ ένα μοναδικό βιβλίο του Χρήστου Χωμενίδη.
Δεν επιθυμώ να μιλήσω για τα παρακάτω αποσπάσματα με ανακρεόντεια φλυαρία, το όνομα του συγγραφέα είναι αρκετό από μόνο να περιγράψει το μωσαϊκό συναισθημάτων που θα ξεδιπλωθεί κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής τους.
Το βιβλίο του Χρήστου Χωμενίδη «Νίκη» απέσπασε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος από την Prix du Libre Européen, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να περιγράψει το κέρδος που θα αποκομίσει κάποιος από την ανάγνωση αυτού του έργου.
Ο Χρήστος Χωμενίδης περιγράφει τις ιστορικές πληγές της Ελλάδας με μια αφήγηση που ξεχωρίζει και σε κάνει να αναρωτηθείς πόσοι σήμερα παλεύουν για τα ιδανικά τους και πόσοι έρπονται μακριά από αυτά; Πάρτε, για παράδειγμα, την κεντρική φιγούρα αυτού του μυθιστορήματος, τη Νίκη, τη μητέρα του Χωμενίδη, η οποία ως παιδί αναγκάστηκε να βιώσει τραυματικές εμπειρίες όμως καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής της δεν ενστερνίστηκε κανένα δοκίμιο μεταλλαγής των αξιών της.
Πόσο όμορφο είναι να μελετάς χαρακτήρες που είναι άξιοι να σε εμπνεύσουν μέσα σ’ αυτή τη ζωή, όπου συχνά χάνουμε τα νήματα της σκέψης.
2 βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που αξίζουν να λατρευτούν με «μανία»
Αποσπάσματα από τη «Νίκη» του Χρήστου Χωμενίδη – Εκδόσεις Πατάκη
«Μεγάλωσα με ανθρώπους που είχαν ζήσει στο πετσί τους την Ελληνική Ιστορία του 20ού αιώνα. Και που τους άρεσε πάρα πολύ να μου διηγούνται ιστορίες. Οι άνθρωποι εκείνοι έφυγαν, ένας-ένας, όλοι από τη ζωή. Δυστυχώς ακόμα και η μάνα μου, η Νίκη σχετικά πρόωρα, το 2008. Οταν γεννήθηκε η κόρη μου, σκεφτόμουν ότι η μικρή Νίκη έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει την ιστορία της μεγάλης Νίκης, της γιαγιάς της…
Και λέω στον εαυτό μου «γιατί δεν τα γράφεις;» Στην αρχή, σκόπευα να τα γράψω προς την Νίκη μου, υπό μορφήν μιας πολύ εκτεταμένης επιστολής. Μετά συνειδητοποίησα πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό για ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Το κεντρικό πρόσωπο είναι βεβαίως η μάνα μου. Η οποία, ως κόρη του γραμματέα της Κ.Ε. του ΚΚΕ στο Μεσοπόλεμο, βρέθηκε εξ απαλών ονύχων, από τις φασκιές στην κυριολεξία, μέσα στην τρομερή δίνη της εποχής.
Ενα σου λέω μόνο: Όταν η Νίκη ήταν εννιά ετών, μπήκε με τους γονείς της στη «βαθιά παρανομία». Κλείστηκαν δηλαδή σε ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη, με ψεύτικα ονόματα, και καλά-καλά δεν ξεμύτιζαν επί οκτώ ολόκληρα χρόνια! Διότι απλούστατα, εάν τους συνελάμβαναν, θα τους εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες. Το Κόμμα δε, είχε διαγράψει και αποκηρύξει τον παππού μου ως αντίθετο στη ζαχαριαδική γραμμή. Η μάνα μου δεν πήγε στο σχολείο. Της έκανε μάθημα ο παππούς μου, όλα τα μαθήματα Δημοτικού και Γυμνασίου, αντικαθιστώντας βέβαια από την ύλη των Νέων Ελληνικών τα ποιήματα του Δροσίνη και του Σκίπη με Παλαμά και με Βάρναλη. Η παρανομία έληξε το 1955. Η μάνα μου βγήκε, έπιασε αμέσως δουλειά για να βγάλει το ψωμί της και ερωτεύθηκε τον πατέρα μου, ο οποίος προσωποποιούσε ό,τι είχε εκείνη στερηθεί: Τη χαρά της ζωής. Ηταν ένας ανορθόδοξος άνθρωπος με αμείωτο κέφι και με εξαιρετικά καυστικό χιούμορ. Κι ας ήταν γιός εκτελεσθέντος αριστερού… Το μυθιστόρημα θα είναι, ελπίζω, έτοιμο κατά τα Χριστούγεννα. Θα μπορούσε να έχει τίτλο «Η Αννα Φρανκ Ερωτεύτηκε». Μα φυσικά θα επιγράφεται «Νίκη».
«…Την επομένη με ξύπνησαν αξημέρωτα. «Θα πάμε στον μπαμπά σου!» μού ανακοίνωσε η γιαγιά, δίχως περαιτέρω εξηγήσεις. Ήξερα ότι ο πατέρας μου πολεμούσε για το κοινό καλό, δεν μου ‘χαν πει ωστόσο -ή δεν το είχα συνειδητοποιήσει- ότι βρισκόταν έγκλειστος και μάλιστα στην Κέρκυρα…»
Διαβάσαμε τη «Φιλοσοφία της Μελαγχολίας», η οποία υπερβαίνει την επιβολή της αισιοδοξίας