Όταν φεύγει από τη ζωή ένας άνθρωπος του διαμετρήματος του Χρήστου Γιανναρά, δεν φεύγει σιωπηλά. Αντίθετα, η απουσία του σηκώνει θύελλες σχολίων, αντιδράσεων, αποτιμήσεων και προσωπικών εξομολογήσεων, που ξεπηδούν από τις ψυχές των ανθρώπων που τον γνώρισαν, είτε προσωπικά είτε μέσα από την παρακαταθήκη του.
Κάθε λέξη που γράφεται ή προφέρεται γι’ αυτόν, συνθέτει το κάδρο της παρουσίας του στο πριν, αλλά και στο επέκεινα, ίσως ριψοκίνδυνα. Και όμως, στο τέλος, όλα αυτά συμβάλλουν στην ανάδειξη της μοναδικής του ετερότητας και του απαράμιλλου έργου που αφήνει πίσω.
Όχι με όρους υστεροφημίας και ματαιοδοξίας, αλλά γιατί ο Γιανναράς είχε φτάσει στη συνείδηση της αποστολής και του χρέους του. Ήξερε πως ο λόγος του ήταν ανάγκη να ακουστεί, πως η δίψα του για προσφορά και μοίρασμα δεν ήταν απλώς ένα πάθος, αλλά ένας τρόπος να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, στο παρελθόν και το μέλλον, στο αληθινό και το ψεύτικο, στο πυρηνικό και το επιδερμικό, στο ανθρώπινο και το θεϊκό.
Αν και διστάζω συνειδητά να σταθώ απέναντι στην απολυτότητα είτε ενός διθυράμβου, είτε ενός λιβέλου, και ποτέ δε μου άρεσαν οι «αγιογραφίες» και οι αποδομήσεις, χαίρομαι να διαβάζω τα κείμενα και τα αφιερώματα για τον Χρήστο Γιανναρά. Χαίρομαι, γιατί ακόμα κι αν δεν συμφωνούν μεταξύ τους, εντούτοις πασχίζουν να μιλήσουν για το πρόσωπο και το έργο του και την πρόσληψή του και την υπέρβασή του και αυτήν ακόμα την αντίθεση προς αυτό.
Όλα συντελούν στην αίσθηση πως μια κοινότητα παλεύει να βρει κοινό λόγο. Κι αν κάτι λίγο έχω καταλάβει από τον Γιανναρά, αυτό είναι πως μάλλον θα χαιρόταν να γνωρίζει πως η πρόσκληση στην κοινότητα και στη σχέση δεν είναι για όλους μας ξεπερασμένη. Ή μάλλον, πολλές και πολλοί αυτήν ακριβώς την πρόσκληση έχουμε ανάγκη και αυτήν αναμένουμε και επιζητούμε. Ευχαριστούμε τον εκλιπόντα που μας το θύμισε με την αναχώρησή του. Είναι τέτοια η πνευματική του ακτινοβολία, που ενεργεί ακόμα και τώρα.
Στη ζωή οι αποκαλύψεις οι πραγματικές, οι ολωσδιόλου αληθινές, όχι εκείνες οι νομιζόμενες της πρόσκαιρης χαράς, της επιφάνειας που θέλει η εποχή και του στείρου ενθουσιασμού, αλλά εκείνες που όταν κι αν μας φανερωθούν στη μοναδική ζωή μας, καίνε μόνιμα και σημαδεύουν σαν πυρωμένο σίδερο ανεξίτηλα την ψυχή.
Τέτοιες αποκαλύψεις είναι εκείνες που αλλάζουν συθέμελα το είναι του ανθρώπινου υποκειμένου. Ήμουν στα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια. Ένα απόγευμα καλοκαιριού, καθόμουν στο μπαλκόνι ενός κοντινού μου ανθρώπου και συζητούσαμε.
Ξαφνικά, σε μια μικρή περίοδο σιωπής, εκείνος έβαλε στο κινητό του να παίζει ένα βίντεο. Κάποιος μιλούσε για την Ανάσταση. Αφού έτρεξαν λίγα λεπτά, μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ρώτησα ποιος είναι αυτός που μιλά. Μου απάντησε: «Δεν ξέρεις τον Γιανναρά;». Εκείνη η στιγμή ήταν ίσως η πιο καταλυτική της ζωής μου μέχρι τώρα.
Όντας ένα παιδί που ψαχνόταν να ενταχθεί και να πληρώσει την ανάγκη του συνανήκειν, είχα διαμορφώσει μια κοσμοθεωρία άγρια και επικίνδυνη, που πάντα έβλεπε τον άλλον ως απειλή.
Ο Χρήστος Γιανναράς ήρθε από το πουθενά και μου γκρέμισε αυτόν τον κόσμο σαν χάρτινο πύργο. Με έβαλε με ορμή μπροστά σε έναν καθρέπτη, και με ανάγκασε να μάθω να βλέπω τον άλλον ως είδωλο δικό μου και ευκαιρία σχέσης.
Είχα την ευλογία να τον γνωρίσω από κοντά. Ήρθε στο μέρος των σπουδών μου, στην Κέρκυρα, για μία διάλεξη. Τον είδα για πρώτη φορά στην κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Τον πλησίασα δειλά, συστήθηκα, μου άπλωσε το χέρι με ένα αληθινό χαμόγελο ζεστασιάς. Είχε μια φυσική συστολή που σε αφόπλιζε.
Περπατήσαμε για λίγο μαζί στην πλατεία του Λιστόν. Ήθελε να αγοράσει από ένα περίπτερο μια εφημερίδα. Προλάβαμε να ανταλλάξουμε δύο κουβέντες. Το δικό μου άγχος ήταν κατακλυσμιαίο: έπρεπε να προλάβω σε λίγα λεπτά να βρω τον τρόπο να συμπυκνώσω όλα εκείνα τα ερεθίσματα από τα βιβλία του, τις ομιλίες του και την εν γένει παρουσία του στον δημόσιο λόγο, να του τα μεταφέρω εν είδει ευχαριστίας, και να του δηλώσω τον θαυμασμό και την υποχρέωση που ένιωθα απέναντί του. Τα αναίρεσα όλα.
Σκέφτηκα πως ίσως απλώς θα έπρεπε να απολαύσω τη στιγμή της συνάντησης. Συζητήσαμε για την τότε πολιτική επικαιρότητα, Μπορεί και να μου βγήκε και καμιά φιλοσοφική εξυπνάδα χάριν εντυπωσιασμού, ίσως και για να μπορέσω να τον φτάσω εκεί ψηλά που τον έβλεπα.
Μάταια όλα. Εκείνος με μια εγγενή ευγένεια, με ένα φυσικό κάλλος στο πρόσωπο και στην εκφορά του λόγου, σαν ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος, μου απαντούσε σαν φίλος. Κατέβηκε εκείνος σε μένα. Αυτές οι στιγμές θα είναι για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μου σαν φυλαχτό, σαν ένα πουγκί πλεχτό με πολύτιμα πετράδια. Από τότε μέχρι σήμερα, και ελπίζω για πάντα, ένα ταξίδι χρόνων ξεκίνησε, ατελείωτων ωρών μόνωσης μαζί του. Κάθε λέξη του μια Ιθάκη κι εγώ ένας Οδυσσέας που έφαγε τον λωτό, την ξέχασε, αλλά διψά να την ξαναθυμηθεί.
Ο Χρήστος Γιανναράς δακτυλογραφούσε σχέσεις, δοσίματα, αγάπες και τα μοίραζε, τα έδωνε γιατρικά και παυσίλυπα. Σχοινοβατούσε από την πλήρη ρήξη με την πολιτική, γιατί έτσι μόνο έφερνε στο φως την ουσία της, στον αντίποδα της εξουσίας, μέχρι το ξεχώρισμα της φιλοσοφίας με την ιδεολογία. Την πρώτη την έβλεπε σαν αγκίστρι, σαν απανέμι που ηρεμούσε τις δύσκολες θάλασσες της μελέτης του εαυτού και του θανάτου.
Ο λόγος, μάλλον, που τη σπούδασε, την εξέλιξε, την αναμόρφωσε και τη μεταλαμπάδευσε σε χιλιάδες. Τη δεύτερη την αντιμετώπιζε σαν φυλακή, σαν καταδίκη που εγκλώβιζε τη σκέψη και κολόβωνε την οπτική, θόλωνε τους ορίζοντες του ανθρώπου, ξύριζε τα φτερά του αργά και ανεπαίσθητα, του στερούσε τη δυνατότητα της αυθυπέρβασης. Πέρασε με μαεστρία και τον Αχέροντα της Θεολογίας.
Κατέρριψε μύθους, αγκυλώσεις, νευρωτικά σύνδρομα ενοχών και προλήψεων, αφού πέρασε μέσα από τη λαίλαπα της οργανωσιακής θρησκείας, ως κλειστό κύκλωμα αυτοθωράκισης και φαρισαϊσμού. Αυτό του άνοιξε το λαμπρό πεδίο να αποκαλύψει με αναμφίλεκτη πειθώ το φως της αυθεντικής Εκκλησίας, του πνευματικού της μηνύματος και της συνειδητοποίησης της καταγωγής και του προορισμού του ανθρώπου, αλλά και να υπενθυμίσει τη χαμένη ταυτότητα της κοινότητας, ίδιον της ανόθευτης ελληνικότητας, που σαν φάρος πολιτισμικής οικουμενικότητας, οδηγεί πάντα με ασφάλεια σε ιστορικά ξέφωτα.
Ο Χρήστος Γιανναράς με έμαθε τι σημαίνει η τρυφερότητα ενός δασκάλου. Τι σημαίνει απογοητεύομαι, αλλά αγαπητικά επιμένω. Τι σημαίνει η διαρκής αυτοτοποθέτηση στη μεριά του μαθητή, του ασκουμένου, ή, όπως αγαπούσε να γράφει και να λέει, του αθλουμένου.
Δεν είναι που φεύγουν οι μεγάλοι. Είναι ποιοι μένουν πίσω. Τουλάχιστον, στην περίπτωση του Χρήστου Γιανναρά, έχουμε ένα κομμάτι της ψυχής, της καρδιάς και του μυαλού του στα ράφια, στα συρτάρια και στις οθόνες. Να φροντίσουμε να μη σκονιστούν. Δε μείναμε εντελώς μόνοι.
Κείμενο: Παύλος Μόκκας
Γιανναράς: «Ο έρωτας είναι ακριβώς μια έλλειψη…μια οδυνηρή αναζήτηση του θεού»