Σε αυτές τις γραμμές, ο Τόλκιν μοιράζεται με ειλικρίνεια τη φλόγα που ένιωθε ως νεαρός άνδρας, μπλεγμένος στη δίνη ενός παθιασμένου ειδυλλίου με τη γυναίκα που θα γινόταν σύντροφος της ζωής του.
Καθώς ο αναγνώστης εμβαθύνει στην αφήγηση, διατρέχει τους διαδρόμους των πρώιμων αγώνων του Τόλκιν, ακαδημαϊκών και συναισθηματικών. Το σκηνικό της προσπάθειάς του για μια υποτροφία στην Οξφόρδη δημιουργεί το σκηνικό για μια συναρπαστική αφήγηση, όπου η σύγκλιση του έρωτα και της φιλοδοξίας γίνεται καθοριστική στιγμή στη διαμόρφωση του διάσημου συγγραφέα.
Οι προβληματισμοί του Τόλκιν για τις προκλήσεις που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια αυτών των διαμορφωτικών χρόνων, συμπεριλαμβανομένης της αποδοκιμασίας του κηδεμόνα του και των εντάσεων που προέκυπταν από τις θρησκευτικές διαφορές, προσθέτουν επίπεδα πολυπλοκότητας στην αφήγηση. Η αντιπαράθεση των προσωπικών φιλοδοξιών με τις κοινωνικές προσδοκίες διαμορφώνει ένα συγκλονιστικό σκηνικό, που συντονίζεται με τα οικουμενικά θέματα της αγάπης, της θυσίας και της επιδίωξης των ονείρων.
Ας εμπνευστούμε απ’ τα γραπτά του…
Οι διάσημες γυναίκες της Μέσης Γης μέσα από τη μητέρα και τη γυναίκα του Τόλκιν
Ακολουθεί απόσπασμα από την επιστολή του Τόλκιν προς τον γιο του με θέμα τον γάμο και τη σχέση των δύο φύλων (Εκδόσεις: ΑΙΟΛΟΣ)
«Ερωτεύτηκα τη μητέρα σου περίπου στα 18 μου. Την ερωτεύτηκα με κάθε ειλικρίνεια, όπως το έχω αποδείξει – αν και φυσικά ελαττώματα του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας μου έχουν γίνει η αιτία να βρεθώ συχνά κάτω από το ιδεώδες με το οποίο ξεκίνησα. Η μητέρα σου ήταν μεγαλύτερη από μένα και δεν ήταν καθολική. Καθόλου καλό, όπως το έβλεπε ο κηδεμόνας μου. Και κατά μία έννοια ήταν πολύ ατυχές και από μια άποψη πολύ κακό και για μένα. Τα ζητήματα αυτά και απορροφούν αποκλειστικά το άτομο και ταλαιπωρούν τα νεύρα του.
Ήμουν ένας νέος που αγωνιζόταν για μια (πολύ απαραίτητη) υποτροφία για να σπουδάσω στην Οξφόρδη. Οι δυο αγωνίες που είχα κείνο τον καιρό παραλίγο να μου προκαλέσουν σοβαρή νευρική κατάρρευση. Τα ‘κανα θάλασσα στις εξετάσεις μου και, αν και (όπως χρόνια αργότερα μου είπε ο γυμνασιάρχης μου) θα έπρεπε να πάρω μια καλή υποτροφία, το μόνο που κατάφερα με τα χίλια ζόρια ήταν ένα επίδομα 60 λιρών στο Έξετερ που έφτανε ίσα-ίσα μια υποτροφία του ίδιου ποσού (για την αποφοίτησή μου από το σχολείο), για να πάω στο Έξετερ (με τη βοήθεια του καλού μου κηδεμόνα).
Φυσικά, υπήρχε και η καλή πλευρά, που δεν την έβλεπε εύκολα ο κηδεμόνας. Ήμουν έξυπνος, αλλά δεν ήμουν ούτε μελετηρός ούτε είχα κάποιο συγκεκριμένο στόχο στη ζωή μου. Ένα μεγάλο μέρος της αποτυχίας μου οφειλόταν απλά στο ότι δεν δούλευα (τουλάχιστον στα κλασικά γράμματα), όχι γιατί ήμουν ερωτευμένος, αλλά γιατί μελετούσα τη γοτθική γλώσσα κι άλλα διάφορα. Επειδή είχα ανατραφεί με ρομαντικές ιδέες, πήρα στα σοβαρά το δεσμό και τον έκανα πηγή των προσπαθειών μου. Από τη φύση μου ήμουν δειλός στα αθλητικά και κατάφερα ύστερα από δύο σεζόν να πάψω να είμαι το φοβισμένο κουνελάκι και να φορέσω τη φανέλα της σχολικής ομάδας. Και άλλα παρόμοια.
Παρ’ όλα αυτά, είχα προβλήματα και έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στο να παρακούσω και να πικράνω (ή να εξαπατήσω) έναν κηδεμόνα που είχε σταθεί πατέρας για μένα περισσότερο από κάποιους άλλους πραγματικούς πατέρες, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, και στο να διακόψω το δεσμό ώσπου να γίνω 21 ετών. Δεν μετανιώνω για την απόφαση που πήρα, αν και ήταν πολύ σκληρή για την αγαπημένη μου.
Σ’ αυτό όμως δεν έφταιγα εγώ. Ήταν εντελώς ελεύθερη και δεν μου είχε καμιά υποχρέωση και δεν θα είχα δικαίωμα να παραπονεθώ (πέρα από το πλαίσιο του εξωπραγματικού ρομαντικού κώδικα) είχε παντρευτεί κάποιον άλλο. Για σχεδόν τρία χρόνια ούτε είδα ούτε έγραψα στην αγαπημένη μου. Ήταν φοβερά σκληρό, επώδυνο και πικρό, ιδιαίτερα στην αρχή. Τα αποτελέσματα δεν ήταν και πολύ καλά ξαναγύρισα στις ανοησίες και στην τεμπελιά και χαράμισα ένα μεγάλο μέρος του πρώτου έτους μου στο κολέγιο.
Αλλά δεν νομίζω ότι οτιδήποτε άλλο θα δικαιολογούσε γάμο με βάση την ερωτική σχέση ενός νέου και, κατά πάσα πιθανότητα, τίποτε άλλο δεν θα είχε ατσαλώσει τη θέληση τόσο ώστε να δώσει σ’ έναν τέτοιο δεσμό (όσο αληθινή κι αν ήταν η αγάπη) μονιμότητα.
Το βράδυ των 21 ων γενεθλίων μου έγραψα ξανά στη μητέρα σου – 3 Ιαν. 1913. Στις 8 Ιανουαρίου γύρισα κοντά της, αρραβωνιαστήκαμε και είπαμε τα νέα μας στην έκπληκτη οικογένειά της. Στρώθηκα στη δουλειά (πολύ αργά για να σώσω τις προκαταρκτικές πτυχιακές εξετάσεις από την καταστροφή)… και τότε ξέσπασε ο πόλεμος την επόμενη χρονιά, ενώ εγώ είχα ένα χρόνο ακόμη για να τελειώσω το κολέγιο. Εκείνη την εποχή οι νέοι ή κατατάσσονταν στο στρατό ή τους περιφρονούσαν όλοι. Άσχημο δίλημμα, ιδιαίτερα για έναν νέο με πολύ μεγάλη φαντασία και λίγο σωματικό θάρρος. Δεν είχα πτυχίο, δεν είχα λεφτά, είχα αρραβωνιαστικιά.
Ανέχτηκα τις κοιροϊδίες και τους υπαινιγμούς από κάποιους πιο αθυρόστομους συγγενείς, έμεινα και πήρα το Αριστείο στις πτυχιακές εξετάσεις το 1915. Κατατάχτηκα αμέσως στο στρατό τον Ιούλιο του 1915. Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη και παντρεύτηκα στις 22 Μαρτίου του 1916. Το Μάιο βρέθηκα να διασχίζω τη θάλασσα της Μάγχης (έχω ακόμα το ποίημα που έγραψα τότε!) για τη σφαγή στο Σομ.
Σκέψου τη μητέρα σου! …»
Τhe Ηobbit: Τι σχέση έχει η ταραχώδης επίσκεψη των νάνων στον Μπίλμπο με τον Νίτσε;