Η κυκλοφορία του νέου βιβλίου του Θεόδωρου Γρηγοριάδη έχει καταφέρει να αποτελεί γεγονός στους λογοτεχνικούς κύκλους, τόσο λόγω της αποδοχής από τους αναγνώστες όσο και για την τολμηρή θεματολογία του περιεχομένου του, που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη από τους κριτικούς.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Παγγαίου της Καβάλας το 1956. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και δίδαξε σε σχολεία, διαφόρων πόλεων, για αρκετά χρόνια. Στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε το 1990 με το μυθιστόρημα «Κρυμμένοι άνθρωποι».
Έκτοτε θα γράψει αρκετά βιβλία και θα καθιερωθεί στο λογοτεχνικό στερέωμα. Το 2016 θα τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του με τίτλο «Ζωή μεθόρια». Το 2019 θα κερδίσει το Βραβείο «Νίκος Θέμελης» του Αναγνώστη, καθώς και το 2023 το Βραβείο Διηγήματος για την συλλογή διηγημάτων «Η νοσταλγία της απώλειας». Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα αραβικά, στα δανέζικα και πρόσφατα στα γαλλικά.
Το καινούργιο του μυθιστόρημα με τίτλο «Ελσίνκι» από τις εκδόσεις Πατάκη, μας υπενθυμίζει πως η λογοτεχνία είναι εδώ για να αγγίζει τολμηρά τις ευαίσθητες χορδές της κοινωνίας. Με αφορμή λοιπόν το «Ελσίνκι», συναντηθήκαμε για μια συζήτηση εφ’ όλης της… λογοτεχνικής ύλης.
Ηρακλής Μίγδος (Lavart) – Αρχικά, θα ήθελα να σας ευχηθώ καλοτάξιδο το νέο σας βιβλίο και κατόπιν να ρωτήσω τι σας ώθησε να το γράψετε και τι πραγματεύεται;
Θεόδωρος Γρηγοριάδης – Σας ευχαριστώ πολύ για τις ευχές. Το «Ελσίνκι» είναι ένα μυθιστόρημα που γραφόταν επί επτά χρόνια. Ξεκίνησε το 2018 και ολοκληρώθηκε το 2023. Το σταμάτησα επί κόβιντ για δύο χρόνια και το ξανάπιασα στα χέρια μου καιρό μετά. Ο τίτλος έχει άμεση σχέση με την φινλανδική πρωτεύουσα αφού το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται στο Ελσίνκι. Εκεί ζει μια οικογένεια Κούρδων προσφύγων, έχουν ζητήσει άσυλο, παρακολουθούμε τη ζωή και τις περιπέτειες τους και τη σχέση τους με έναν Έλληνα συγγραφέα ο οποίος συζούσε με τον Κούρδο στην Ελλάδα πριν παντρευτεί. Η σχέση τους είναι καθοριστική όχι μόνον για αυτούς τους δύο αλλά και για την εξέλιξη της ιστορίας.
Ηρακλής Μίγδος (Lavart) – Κ. Γρηγοριάδη, μπορείτε να μας περιγράψετε πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας και γιατί αυτή η απόφασή σας οδήγησε στη μετακόμιση στην Αθήνα; Πόσο δύσκολο ήταν να πάρετε αυτό το ρίσκο;
Θεόδωρος Γρηγοριάδης – Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο. Διάβασμα και γράψιμο από την εφηβεία μου, γραπτά, σχεδιάσματα, ημερολόγια, σημειώσεις. Μεγάλωνα μέσα σ’ ένα κόσμο γεμάτο βιβλία και λογοτεχνικούς ήρωες. Αισθανόμουν μόνος, ένα αγροτόπαιδο που δεν συμβάδιζε με τα ήθη της εποχής του και της βορειελλαδίτικης επαρχίας. Στο Πανεπιστήμιο, στην Αγγλική Φιλολογία, άρχισα να γράφω πιο συστηματικά και να διαβάζω τα γραπτά μου σε φίλους. Αργότερα, στο πολεμικό ναυτικό, επί μήνες στη θάλασσα συνέχισα να γράφω πάνω και έξω από το καράβι. Όταν διορίστηκα καθηγητής στον Έβρο συνειδητοποίησα ότι μόνον αυτό με ενδιέφερε: η λογοτεχνία.
Ζήτησα μετάθεση στην Αθήνα γιατί τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν τόσο εύκολο να επικοινωνείς με το εκδοτικό κέντρο. Έτσι μετακόμισα στην πρωτεύουσα με ένα χειρόγραφο στη βαλίτσα μου. Στην Αθήνα άλλαξε η ζωή μου ωστόσο κουβαλούσα πολλές εικόνες και ιστορίες από την επαρχία που ήθελα να τις μεταπλάσω σε μυθοπλασία. Το 1990 κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο «Κρυμμένοι άνθρωποι», ενώ το τρίτο μυθιστόρημα “Ο ναύτης” (1993) είχε μεγάλη κριτική και αναγνωστική αποδοχή. Μόνον τότε άρχισα να δηλώνω «συγγραφέας».
Ηρακλής Μίγδος (Lavart) – Πρόσφατα, το βιβλίο σας «Η νοσταλγία της απώλειας» μεταφράστηκε στα γαλλικά. Πώς νιώθετε γι’ αυτό; Ήταν κάτι που το φανταζόσασταν ότι μπορεί να συμβεί;
Θεόδωρος Γρηγοριάδης – Πολύ το χάρηκα αλλά στα γαλλικά είχε μεταφραστεί το 2003 και το «Παρτάλι»· Μάλιστα το είχαμε παρουσιάσει στο Salon du Livre στο Παρίσι. Ήταν μια έντονη εκδοτικά χρονιά με πολλές εκδηλώσεις που χρηματοδοτούσε το τότε δραστήριο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
Ηρακλής Μίγδος (Lavart) – Ποια η σημασία του «Τόπου» στις ιστορίες σας; Η ερώτηση προκύπτει καθώς δεν επιλέγετε τυχαία τον τόπο της ιστορίας σας, αλλά συνήθως επιλέγετε αυτούς που έχετε ζήσει ή επισκεφθεί.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης – Γράφω πεζογραφία, μυθοπλασία, που στηρίζεται πάνω σε χαρακτήρες και καταστάσεις. Πάνω απ΄όλα όμως αυτό που καθορίζει κάθε ιστορία μου είναι ο τόπος και πώς επιδρά πάνω στους ανθρώπους. Παράδειγμα το “Ελσίνκι” είναι μια δεύτερη πατρίδα για τον Κούρδο Αβίρ ενώ για τον Αντώνη μια δεύτερη ευκαιρία να επανακαθορίσει τη ζωή του. Επίσης ο τόπος επιδρά και στον τρόπο γραφής ενός βιβλίου. Τα περισσότερα βιβλία μου γράφτηκαν στην Αθήνα μολονότι περιέγραφαν τόπους εκτός αυτής.
Το «Ελσίνκι» όμως γράφτηκε σε δύο μέρη στη Σουηδία, σε ένα φιλόξενο Κέντρο Συγγραφέων. Αυτό με βοήθησε να είμαι περισσότερο ανεξάρτητος συγγραφικά και πιο γείτονας προς το… Ελσίνκι!
Ηρακλής Μίγδος (Lavart) – Τα βιβλία σας έχουν ένα έντονο αντιρατσιστικό μήνυμα, μιας και αναφέρεστε πολύ συχνά σε μετανάστες που ζουν στη χώρα μας αλλά και στον τρόπο ζωής τους. Αυτή η ευαισθησία δημιουργήθηκε όταν διδάξατε πρώτη φορά σε μειονοτικά χωριά;
Θεόδωρος Γρηγοριάδης – Μπορεί κι αυτό, ίσως και το γεγονός ότι είμαι ένας άνθρωπος με κοινωνική και πολιτική αφύπνιση. Είμαι κι εγώ απόγονος πρόσφυγα Πόντιου, βίωσα και τις ελληνικές μειονότητες στα σύνορα τη δεκαετία του ογδόντα και πάντα πίστευα ότι κάθε άνθρωπος ή πολίτης είναι από μόνος του «μειονοτικός» άσχετα αν ανήκει σε μια χώρα ή σε μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα. Γι’ αυτό πρέπει συνεχώς να διεκδικεί περισσότερες ελευθερίες και ισότητα.
Ηρακλής Μίγδος (Lavart) –Όταν δημιουργείτε έναν ήρωα τον κατευθύνετε εσείς εκεί που θέλετε ή υπάρχουν φορές που σας παρασύρει το ίδιο σας το δημιούργημα;
Θεόδωρος Γρηγοριάδης – Οι χαρακτήρες μου είναι όσοι ακούμπησαν στη ζωή μου. Ξεκινάω από την πραγματικότητα και την διευρύνω. Συνήθως περιγράφω ανθρώπους που είναι κοντά μας αλλά τους προσπερνάμε.
Ηρακλής Μίγδος (Lavart) – Πώς βλέπετε τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παράγωγη; Βαδίζουμε σε καλό δρόμο;
Θεόδωρος Γρηγοριάδης – Δεν έχω μια ολοκληρωμένη εικόνα της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής γιατί μοιράζω τις αναγνώσεις μου με την αγγλοσαξονική (διαβάζω στα αγγλικά) αλλά και την διεθνή λογοτεχνία. Όμως δεν πιστεύω ότι παράγουμε κάτι λιγότερο σημαντικό απ΄όσα μας έρχονται μεταφρασμένα από το εξωτερικό.
Απλώς τα μεγάλα έθνη προωθούν την λογοτεχνία τους και την επιβάλουν διεθνώς με ατζέντηδες, υποτροφίες, ενισχύσεις μεταφράσεων. Αντιθέτως εμείς, στην Ελλάδα, έχουμε την πιο απροστάτευτη λογοτεχνία παρά το βάθος της παράδοσης και της γλώσσας μας. Κανείς δεν φρόντισε ποτέ τον τομέα αυτό, κανείς δεν νοιάστηκε με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Ηρακλής Μίγδος (Lavart) – Εφόσον γράφετε με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, σας έχει συμβεί κάποιος από τον περίγυρό σας να ενοχληθεί επειδή αναγνώρισε τον εαυτό του σε κάποια ιστορία σας;
Θεόδωρος Γρηγοριάδης – Δεν έχει τύχει να θιχτεί κάποιος γιατί βάζω διακριτικές πινελιές από τους χαρακτήρες γύρω μου. Αν είναι να εκτεθεί κάποιος το αναλαμβάνω εγώ προσωπικά: παράδειγμα τα διηγήματα στην «Νοσταλγία της απώλειας» και στο «Ελσίνκι» έχουν πολλά στοιχεία από τον χαρακτήρα και την ζωή μου-επεξεργασμένα πάντα- αλλά με κάθε ρίσκο να θεωρηθούν αυτοβιογραφικά. Σε κάθε περίπτωση το αψηφώ, πρέπει να εκτεθούμε στη γραφή αλλιώς δεν έχει νόημα να γράφουμε άνευρα και απρόσωπα κείμενα λες και προέρχονται από την τεχνητή νοημοσύνη.
Ηρακλής Μίγδος (Lavart) – Ποια είναι η προσωπική σημασία και ο αντίκτυπος της λογοτεχνίας στη ζωή και την κοσμοθεωρία σας; Πώς οι ιστορίες, τα θέματα και οι εμπειρίες μέσα στη λογοτεχνία συντονίζονται με τη δική σας διαδρομή και αντίληψη του κόσμου;
Θεόδωρος Γρηγοριάδης – Όπως τόνισα παραπάνω από παιδί ζω ανάμεσα σε βιβλία, σε γραπτά και σε καταστάσεις που οδηγούν σε μια «λογοτεχνική» αναπαράστασή του κόσμου. Κάπως έτσι είναι και η ζωή μου, θυσιασμένη και δομημένη πάνω σ΄αυτό. Ο κόσμος για να κατανοηθεί, όπως και η ύπαρξή μας, θέλει μια εναλλακτική ματιά και ερμηνεία. Μόνον η τέχνη και η λογοτεχνία μπορεί να το κάνει αυτό οδηγώντας μας σε παράλληλες πραγματικότητες.
Συνέντευξη: Ηρακλής Μίγδος (Lavart)
Συνέντευξη: Ο Ian Anderson των Jethro Tull μιλάει στη Lavart