Χαϊδευτικά το «υπέροχο καθίκι» είναι ένας χαρακτηρισμός που με αγάπη θα δίναμε στον μοναδικό Αρθούρο Ρεμπώ!
Ο Αρθούρος Ρεμπώ, το άγριο παιδί της γαλλικής ποίησης, εκείνο που έκαιγε φωτεινά και γρήγορα, παραδίδοντας ένα μανιφέστο καμένης γης ενάντια στις συμβάσεις.
Το αγόρι που το έσκασε από το χωριό του στα 16 του χρόνια για να ζει περιπλανώμενος στους δρόμους, που συλλήφθηκε από τις αστυνομικές αρχές και κατούρησε δημόσια για να δείξει την περιφρόνησή του στην ευγενική κοινωνία.
Έκανε ναρκωτικά, έγραψε ποίηση και εξαφανίστηκε ως αυτοεξόριστος από τον χώρο της λογοτεχνίας μια για πάντα.
Η ποίηση του έσταζε επαναστατικό σαρκασμό, ένα περιπαικτικό γέλιο που στόχευε στις αστικές αξίες, στις ασφυκτικές νόρμες και στη βαρεμάρα της κοινωνίας.
Γιατί λοιπόν αυτό το «υπέροχο καθίκι» πρότεινε να επαναστατήσουμε ;
Ήθελε να διαλύσει τις ευγενικές, προβλέψιμες δομές της γλώσσας, της τέχνης και της ίδιας της ύπαρξης. Στην επιστολή του προς τον Paul Denemy το 1871, δήλωνε ότι «ο ποιητής πρέπει να κάνει τον εαυτό του μάντη», εννοώντας ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη ήταν να φτάσει πέρα από την πραγματικότητα, να ονειρεύεται άγρια, να συντρίβει τα όρια και να εκθέτει τον παραλογισμό του κόσμου.
Ο Ρεμπώ λοιπόν πρότεινε εξέγερση όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στη ψυχή. Για να μη συνθλιβεί το πνεύμα μας ήθελε να εξεγερθούμε. Επιθυμούσε να επαναστατήσει επειδή ο κόσμος ήταν πολύ μικρός για κάποιον σαν κι αυτόν. Η τόλμη του ήταν μια απόρριψη κάθε τι εξημερωμένου ή ελεγχόμενου.
Ας καούμε σ΄ αυτή φωτιά λοιπόν!
Αρθούρος Ρεμπώ: 10 αποφθέγματα ενός ευαίσθητου, καταραμένου ποιητή που πέθανε σαν σήμερα
Η Αστραπή
Η ανθρώπινη εργασία! Είναι η έκρηξη που σκίζει πότε-πότε στα δυο σαν κεραυνός την άβυσσο μου και φωτίζει.
«Τίποτα δεν είναι μάταιο· στην υγειά της επιστήμης, να προχωράμε, να προχωράμε!» κραυγάζει ο Εκκλησιαστής των καιρών μας, δηλαδή ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ. Και τα κουφάρια των σκατόψυχων και των οκνών να πέφτουνε σαν τις ταφόπλακες επάνω στις καρδιές των άλλων… Α, γρήγορα, πιο γρήγορα· προς τα κει, πιο πέρα απ’ τη νύχτα, μας περιμένουν μελλοντικές απολαβές, αιώνιες… θα τους ξεφύγουμε;…
– Μα τι μπορώ να κάνω εγώ; Γνώρισα την εργασία· κι η επιστήμη προχωράει αργά. Ας καλπάσει επιτέλους η προσευχή, το φως ας μουγκανίσει… Το βλέπω καθαρά. Είναι τόσο απλό, και κάνει τόση ζέστη. Αυτά δεν είναι για μένα. Εγώ έχω το καθήκον μου, κι είμαι περήφανος με τον τρόπο των πολλών, παραμελώντας το στυγνά.
Η ζωή μου φαγώθηκε. Χάιντε! Ας υποκριθούμε, ας τεμπελιάσουμε, ω έλεος! Και θα υπάρξουμε διασκεδάζοντας μέσα μας, οραματιζόμενοι τερατώδικους έρωτες κι ανύπαρκτα σύμπαντα, γκρινιάζοντας και μιζεριάζοντας και οικτίροντας το φαίνεσθαι του κόσμου, σαλτιμπάγκος, επαίτης, καλλιτέχνης, ληστής, παπάς! Ξαπλωμένος στη νοσοκομειακή μου κλίνη κι η αποφορά του λιβανιού να μου τρυπάει τα ρουθούνια· φύλακας των ιερών αρωμάτων, μάρτυρας, ομολογητής…
Αναγνωρίζω σ’ όλα αυτά τη βρωμερή αγωγή των παιδικών μου χρόνων. Κι έπειτα τι!… άντε, ας κλείσω κι εγώ τα είκοσι μου χρόνια αφού τα κλείνουν όλοι…
Όχι, όχι! Χίλιες φορές χιλιάδες όχι! Εγώ θα εξεγείρομαι ενάντια στο θάνατο στητός! Η εργασία φαντάζει τόσο λαφριά στην υπερηφάνειά μου. Η δική μου προδοσία του κόσμου θα είναι ένα μαρτύριο πολύ σύντομο. Την τελευταία στιγμή θα επιτεθώ τυφλά δεξιά, ζερβά, δεξιά, ζερβά…
Κακόμοιρη ψυχή μου, δεν θα χαθεί η αιωνιότητα για μας!
Μια εποχή στην κόλαση- μτφρ: Ζ. Δ. Αϊναλής
Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν ένα γλεντοκόπι όπου ανοίγαν όλες οι καρδιές και τα κρασιά κυλούσαν.
Ένα βράδυ πήρα την Ομορφιά στα γόνατά μου. Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα εναντίον της δικαιοσύνης.
Το έβαλα στα πόδια. Μάγισσες, μιζέρια, μίσος σε σας εμπιστεύτηκα τον θησαυρό μου!
Έπνιξα μες στην καρδιά μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα. Και σάλταρα σαν το αγρίμι στη χαρά για να τη στραγγαλίσω.
Πεθαίνοντας, φώναξα στους δήμιους να καταπιούν τις λαβές των τουφεκιών τους. Κάλεσα τις κατάρες να με πνίξουνε στην άμμο, το αίμα. Η δυστυχία ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος. Κι έπαιξα ξύλο με την τρέλα.
Κι η άνοιξη μου έφερε το φρικαλέο χάχανο του ηλίθιου.
Και τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω οριστικά, μου ‘ρθε να ψάξω το κλειδί για το παλιό εκείνο γλεντοκόπι, μπας και μ’ ανοίξει η όρεξη ξανά.
Η αγάπη ήτανε, λέει, το κλειδί. Και μόνο αυτό δείχνει το πόσο ονειρευόμουν!
«Θα παραμείνεις ύαινα, κτλ. …» κάγχασε ο δαίμονας ποτίζοντάς με νηπενθή ναρκωτικά της Λήθης. «Αξίωσε το θάνατο μ’ όλα τα θέλγητρά του, και τον εγωισμό σου και όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα μαζί.»
Α, ίσαμ’ εδώ τα θέλγητρα, ίσαμ’ εδώ η Λήθη: – Αγαπητέ μου Σατανά, σε σας στρέφω, με λιγότερη οργή, τα μάτια! και σε σας, αναμένοντας τις όποιες ασθμαίνουσες μικρότητες, σε σας, που σας αρέσει να αναζητάτε σ’ έναν συγγραφέα τις περιγραφικές ή τις διδακτικές ιδιότητες, σε σας εμπιστεύομαι τ’ ανυπόφορο τούτο χαρτομάνι απ’ το τετράδιο μου του καταδικασμένου.
«Κωνσταντίνου και Ελένης»: Θαυμαστής παρουσιάζει όλα τα λογοτεχνικά έργα που αναφέρονται στη σειρά