Πρόκειται για πέντε από τα πιο εκλεκτά ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη, αφιερωμένα στον Κώστα Καρυωτάκη, σε ανάμνηση του θανάτου του ποιητή στις 21 Ιουλίου 1928.
Ο Καρυωτάκης, που χαρακτηριζόταν ως μελαγχολικός και εσωστρεφής αγάπησε την Πολυδούρη, μια ανεξάρτητη γυναίκα ιδίως για εκείνη την εποχή. Παρά τον κοινό δεσμό τους με την ποίηση και τη θλίψη, οι δύο επιφανείς ποιητές του μεσοπολέμου, που έγραψαν εκτενώς στίχους που εξέφραζαν τον έρωτά τους, δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να ανακαλύψουν μαζί την ευτυχία.
Οι μαρτυρίες δείχνουν ότι, παρόλο που έτρεφαν βαθιά αγάπη, η σχέση τους παρέμεινε ατέλευτη. Σε ημερολογιακή της καταχώρηση από τον Μάιο του 1922, η Πολυδούρη εκφράζει:
«Τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια! Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σε αγαπήσω, όσο σου πρέπει;».
Κώστας Καρυωτάκης: 10 ερωτικά ποιήματα για την οδύνη του έρωτα
5 ποιήματα για τον Καρυωτάκη από την Πολυδούρη
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Ἦρθες! ἦρθες! πλημμύρισε ἡ χαρά μου
κ᾿ ἡ λαχτάρα μὲ σφίγγει νὰ μὲ πνίξη.
Ἦρθες, ὅσο κι᾿ ἂν μάκρυνεν ὁ χρόνος,
ὁ ἴδιος χρόνος τὴν πόρτα σοὔχει ἀνοίξει.
Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κυττᾶς τὸ μαρασμὸ ποὺ μ᾿ ἔχει ντύσει
σὰν τὴν ὁμίχλη τὴ δειλινὴ ὥρα;
Θὲς νὰ σοῦ πῶ τὸ πῶς μ᾿ ἔχει ἀπαντήσει;
Μὰ τί σημαίνει. Φαίδρυνε τὰ χείλη
στῆς πάναγνης χαρᾶς μου τὸ μεθύσι.
Τί σημαίνει πὼς ὁ χειμώνας ἦρθε
πρὶν τίποτε γιὰ μένανε ν᾿ ἀνθίση.
Τώρα πιά, ὅπως ἄλλοτε, δὲ θέλω
εὔοσμα ἄνθη ἀπ᾿ τὰ νεανικά σου χέρια.
Εἶμαι σεμνή. Μὲ κάθαρεν ἡ ἀγάπη
ἀπ᾿ τὰ στολίδια, δές, μ᾿ ἔγδυσε πλέρια.
Κύττα πὼς ἀγωνίζεται ἡ ψυχή μου
τὰ στέρεα τῆς ζωῆς δεσμὰ νὰ λύση·
ἀνέσπερον ἀστέρι νὰ προφτάση
τὸ ἀργυρὸ μέτωπό σου νὰ φιλήση.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες
Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δεν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.
Του Καρυωτάκη
«Οι νέοι που φτάσανε μαζί στο έρμο νησί» με σένα
κάποια βραδιά μετρήθηκαν κ’ ηύραν εσύ να λείπης.
Τα μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρίς κανένα
ρώτημα, μόνο εκίνησαν τις κεφαλές της λύπης.
Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, από τη μόνωσή σου
ένα σημείο από φωτιά τους έστελνες· γνωρίζαν
το θλιβερό χαιρέτισμα που φώταε της αβύσσου
τους δρόμους κι’ όλοι απόμεναν στον τόπο τους που ορίζαν.
Απόμεναν στην ίδια τους πικρία, κρεμασμένοι
έτσι μοιραία και θλιβερά στο «βράχο» του κινδύνου.
Κι’ όταν πια τους χαιρέτισες, οι αιώνια απελπισμένοι
ψάλαν μαζί κάποια στροφή καθιερωμένου θρήνου.
Μα φτάνουν πάντα στο «νησί» τα νέα παιδιά ολοένα.
Στην άδεια θέση σου ζητούν της ζωής το ελεγείο.
Σου φέρνουνε στα μάτια τους δυο δάκρυα παρθένα
και της καινούριας σου Εποχής το πλαστικό εκμαγείο.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον…
Τι θέλω πια να δέχωμαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτή
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είνε μοίρα μου κ’ είνε και διαλεχτή!
Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ’ στων δακρύων την ευχαριστία
κι’ όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.
Κι’ ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποια δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τούφερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.
Τώρα καμμιά, καμμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του ₼δη.
Λοιπόν γιατί να δέχωμαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
(Με της σιωπής τα κρίνα…)
Με της σιωπής τα κρίνα που λυγούνε
μέσα στα νικημένα μου τα χέρια
με τις σκέψεις που μάταια κυνηγούνε
η μια την άλλη πέρα από τ’ αστέρια,
Με τα μάτια που κάτι νοσταλγούνε,
κάτι που είναι αγνοημένο πλέρια,
σα να μη βλέπουν, σα να μην αλγούνε,
εξαϋλωμένα μάτια, μάτια αιθέρια,
Στέκω οραματισμένη και πιστεύω.
Δεν ξέρω τι πιστεύω. Ξεφυλλίζω
τα ποιήματά σου κι’ όλο μεσιτεύω.
Στη σκέψη σου και στη βουλή του απείρου.
Κι’ όπως ποτέ τα μάτια δε σφαλίζω
ξέρω πως πια δεν είνε απάτη ονείρου.