Ο Δημήτρης Λιαντίνης, βαθύς στοχαστής και αιχμηρός κριτικός, εμβαθύνει στις υπερρεαλιστικές βάσεις του έργου του Ελύτη.
Ο Λιαντίνης διευκρινίζει πώς ο νομπελίστας ποιητής υπερβαίνει τα παραδοσιακά όρια για να προσφέρει ένα ανανεωμένο όραμα της ελληνικής ταυτότητας και της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό “Η Λέξη” στο τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1991, το δοκίμιο του Λιαντίνη «Αναμονες στον Ελύτη» ξεκινά μια φιλόδοξη εξερεύνηση του παραλογισμού και της βαθύτητας μέσα στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα. Αντιπαραθέτει ιστορικές και μυθολογικές αφηγήσεις -από τη σύγκρουση Ελλήνων και Περσών μέχρι την τραγική ιστορία της Ιοκάστης- για να καταδείξει τα αρχετυπικά θέματα που διαπερνούν την ποίηση του Ελύτη.
Μέσα από μια λεπτή εξέταση, ο Λιαντίνης αποκαλύπτει πώς ο Ελύτης συνυφαίνει αριστοτεχνικά αυτά τα αρχαία μοτίβα με το σύγχρονο υπερρεαλιστικό κίνημα, σφυρηλατώντας μια μοναδική ποιητική φωνή που αντηχεί τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Ο Λιαντίνης διατυπώνει την ουσία της συμβολής του Ελύτη στη λογοτεχνία αναδεικνύοντας την ικανότητά του να δαμάζει τον υπερρεαλισμό σε όχημα διαύγειας και απλότητας. Η ποίηση του Ελύτη, σύμφωνα με τον Λιαντίνη, ξεθάβει την υπερπραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, ζωντανεύοντας το καθημερινό με βαθιά σημασία.
Αυτή η οραματική προσέγγιση επιτρέπει στον Ελύτη να αποκαταστήσει τη σύνδεση του σύγχρονου υπερρεαλισμού με τις αρχαίες ρίζες του, προσφέροντας μια φρέσκια προοπτική που τιμά την αντοχή της παράδοσης, ενώ αγκαλιάζει τη ζωτικότητα της καινοτομίας.
Δημήτρης Λιαντίνης – «Αναμονές στον Ελύτη»
Τι είναι το παράλογο στην αναμέτρηση Ελλήνων και Περσών κατά τα Μηδικά;
Πώς έπηξε μέσα στην πέτρα η μουσική του κόσμου επάνω στην Ακρόπολη;
Τι λογής λύσσα θηλυκή την εκυρίεψε, όταν άνοιξε τους κόλπους στο γιο της εραστή η μάνα Ιοκάστη;
Τι είναι, που πάει χεραγκαλιά, ο θρήνος του Αχιλλέα και του Πρίαμου στο υστερινό τραγούδι της Ιλιάδας;
Τι είναι η ζωντανή κατάβαση στον Άδη του Εμπεδοκλή στην Αίτνα;
Και η γήινη ανάληψη του Οιδίποδα στον Κολωνό;
Τι είναι οι 365 μέρες του χρόνου που τις έσφαξαν και τις σπατάλησαν οι νήπιοι (σ.σ. απερίσκεπτοι, άμυαλοι) σύντροφοι του Οδυσσέα στο νησί του Ήλιου;
Τι είναι οι ηδονοφόρες Σειρήνες; Που σήμερα ακούνε και ξανακούνε το τραγούδι τους οι ακρατείς (σ.σ. ακόλαστες) και ανεκράτητες (σ.σ. ασυγκράτητες) μάζες στα λαχανιάσματα των βιντεοπορνό, και στα ηδονικά βογγητά;
Όλα τούτα τα φαινόμενα είναι υπερρεαλιστικά αρχέτυπα. Και ο Αλέξανδρος του Φιλίππου, με ολόκληρο το ανθρώπινο και το θηριώδες ήθος του, είναι μια χειροπιαστή υπερπραγματικότητα, που πέρασε αστραπή πάνω από τους λαούς, τις εποχές και τους τόπους.
Στα χέρια του Ελύτη ο υπερρεαλισμός έγινε σιγά-σιγά εργαλείο κυριαρχίας και κριτήριο προσώπου. Η ποίησή του χάρη σ’ αυτό το δαμασμό επιστρέφει στο απλό, αφού διόδεψε (σ.σ. διήλθε, πέρασε από) όλες τις χώρες του σύνθετου. Η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο, θα πει στην όψιμη περίοδο της τέχνης του.
Εκείνο που κάνει απλά τα πράγματα στα κείμενά του είναι ότι αναγνώρισε και καταμήνυσε την υπερπραγματικότητα που υπάρχει πέρα από τα φαινόμενα, και που μόνη αυτή τα ζωοδοτεί. Δίχως τη θέαση του αόρατου, θα ’μενε τυφλή στα μάτια μας η όραση του θεατού.
Στην ελληνική ποίηση ως υπερρεαλιστής ο Ελύτης υψώθηκε στη μοναδικότητα. Και υποχρέωσε τον μοντέρνο υπερρεαλισμό να επιστρέψει και να γνωρίσει την αρχαία πηγή του.
Στην παλαίωση του καινούργιου και στον ανανιωμό του παλαιού ο Ελύτης προχώρησε σε μέγα βάθος. Είναι ωσάν να κέρασε σ’ ένα ποτήρι του Βαφειού (σ.σ. περίφημα είναι τα ευρεθέντα στο θολωτό τάφο του Βαφειού Λακωνίας χρυσά κύπελλα, δύο αριστουργήματα της κρητομυκηναϊκής μεταλλοτεχνίας με σκηνές σύλληψης ταύρων) την αντοχή του αρχαίου και τη φρεσκάδα του νέου. Ό,τι ακριβώς λέει ο Πλούταρχος για τα έργα του Περικλή στην Ακρόπολη. Κάλλει μεν γαρ έκαστον ευθύς ην τότ’ αρχαίον, ακμή δε μέχρι νυν πρόσφατόν εστι και νεουργόν (σ.σ. Γιατί το καθένα είχε από τότε που έγινε την ομορφιά του αρχαίου, αλλά κρατάει ως τώρα τη δροσερότητα ενός πρόσφατου και νέου έργου).
Το δνοφερόν ύδωρ και το ψυχρά φλογί, που γράφει στο Μικρό Ναυτίλο, είναι γλωσσικά δέματα του Ομήρου και του Πίνδαρου, ή είναι ατόφια ποιητικά ορθώματα δικά του; Δεν ξεχωρίζει εύκολα κανείς.
Ποια βιβλία πρότεινε ο Δημήτρης Λιαντίνης στους φοιτητές του;