Στην «Άγνοια», ο Μίλαν Κούντερα εμβαθύνει στην πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ μνήμης και ταυτότητας, παρουσιάζοντας μια βαθιά εξερεύνηση του τρόπου με τον οποίο ο ανθρώπινος νους διατηρεί επιλεκτικά και αναδομεί το παρελθόν.
Ο Κούντερα ξεκινά με έναν ενδιαφέροντα ισχυρισμό: η μνήμη δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς μαθηματική προσέγγιση. Υποστηρίζει ότι η σχέση μεταξύ της βιωμένης εμπειρίας και του ανακαλυπτόμενου παρελθόντος είναι μετρήσιμη, αν και πέρα από την τρέχουσα ικανότητά μας να την μετρήσουμε με ακρίβεια. Υποστηρίζει ότι η μνήμη αποτυπώνει μόνο ένα ελάχιστο κλάσμα των εμπειριών μας -ίσως ένα χιλιοστό, ένα εκατομμυριοστό- υπονοώντας ότι η συντριπτική πλειονότητα των ζωών μας γλιστράει στη λήθη. Αυτή η επιλεκτική συγκράτηση δεν είναι απλώς ένα ελάττωμα αλλά μια ουσιαστική πτυχή της ανθρώπινης κατάστασης.
Οι επιπτώσεις αυτής της επιλεκτικής μνήμης είναι βαθιές. Αν μπορούσαμε να ανακαλέσουμε κάθε στιγμή του παρελθόντος μας με απόλυτη σαφήνεια, υποστηρίζει ο Κούντερα, θα παύαμε να είμαστε αναγνωρίσιμα άνθρωποι. Τα συναισθήματα, οι σχέσεις και οι ηθικές μας κρίσεις -οι έρωτες, οι φιλίες, ο θυμός, η ικανότητα για συγχώρεση ή εκδίκηση- είναι όλα βαθιά συνυφασμένα με την ατελή και αποσπασματική φύση των αναμνήσεών μας. Η ανθρώπινη εμπειρία, όπως τη γνωρίζουμε, διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση της μνήμης και της λήθης.
Μιλάν Κούντερα – Η άγνοια, εκδόσεις Εστία
«Ούτε η μνήμη γίνεται κατανοητή χωρίς μαθηματική προσέγγιση. Το βασικό δεδομένο είναι η αριθμητική σχέση το χρόνου ζωής που ζήσαμε με το χρόνο της ζωής που είναι αποθηκευμένη στη μνήμη. Αυτήν τη σχέση δε δοκιμάσαμε ποτέ να τη μετρήσουμε, αλλά δεν υπάρχει και κανένα τεχνικό μέσο για να τη μετρήσουμε.
Παρ’όλα αυτά, μπορώ να υποθέσω, χωρίς μεγάλο κίνδυνο να πέσω έξω, ότι η μνήμη διατηρεί μονάχα ένα χιλιοστό, ένα εκατομμυριοστό, εν πάση περιπτώσει ένα απειροελάχιστο κομματάκι, της ζωής που ζήσαμε. Αυτό επίσης αποτελεί μέρος της ουσίας του ανθρώπου.
Αν κάποιος μπορούσε να συγκρατήσει στη μνήμη του όλα όσα έζησε, αν μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ανακαλεί οποιοδήποτε κομμάτι του παρελθόντος του, δεν θα είχε καμία σχέση με ανθρώπινο πλάσμα: ούτε οι έρωτές του, ούτε οι φιλίες του, ούτε οι θυμοί του, ούτε η ικανότητά του να συγχωρεί ή να εκδικείται θα έμοιαζαν με τα δικά μας.
Δεν θα πάψουμε ποτέ να ασκούμε κριτική σ’ αυτούς που παραμορφώνουν το παρελθόν, που το ξαναγράφουν, που το πλαστογραφούν, που μεγαλοποιούν ένα γεγονός και αποσιωπούν ένα άλλο. Είναι δίκαιη η κριτική αυτή (δε γίνεται να μην είναι), αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία αν δεν προηγηθεί μια πιο βασική κριτική: η κριτική της ανθρώπινης μνήμης καθ’ αυτήν.
Γιατί, αλήθεια, τι μπορεί να κάνει η δύστυχη; Από το παρελθόν, μόνο ένα αξιοθρήνητα μικρό κομματάκι μπορεί να συγκρατήσει, χωρίς κανείς να ξέρει γιατί ακριβώς αυτό και όχι ένα άλλο, αφού η επιλογή αυτή γίνεται σε όλους μας μυστηριωδώς, ανεξάρτητα από τη θέλησή μας ή τα συμφέροντά μας.
Δεν θα καταλάβουμε τίποτα απ΄την ανθρώπινη ζωή, αν επιμένουμε να παρακάμπτουμε το πρώτο από όλα τα αυτονόητα: μια πραγματικότητα έτσι όπως ήταν τότε που δεν είναι πια».