Κώστας Καρυωτάκης: Τα ποιήματά του του παραμένουν μια ωδή στην ομορφιά που βρίσκουμε αγκαλιάζοντας τις σκιές μέσα μας, προσκαλώντας μας να αντιμετωπίσουμε τις αινιγματικές πτυχές της ζωής.
Ο Κώστας Καρυωτάκης μέσα απ’ τα πολύπλοκα σκοτάδια του. Στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης, λίγα ονόματα ηχούν τόσο βαθιά όσο ο Κώστας Καρυωτάκης. Γεννημένος το 1896, οι στίχοι του Καρυωτάκη ξεπέρασαν τα όρια του χρόνου, χαράσσοντας το όνομά του στα χρονικά της λογοτεχνικής ιστορίας ως μαέστρος της μελαγχολικής ενδοσκόπησης.
Ο Καρυωτάκης ήταν ένας αδιαμαρτύρητος εξερευνητής του ανθρώπινου ψυχισμού. Τα έργα του, μια αντιπαράθεση ωμού συναισθήματος και διανοητικού στοχασμού, προσφέρουν μια οικεία ματιά στα ταραχώδη ρεύματα του μυαλού του. Σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από κοινωνικές αλλαγές και υπαρξιακά ερωτήματα, ο Καρυωτάκης αναδείχθηκε σε μια ποιητική φωνή ικανή να αρθρώνει τις αποχρώσεις της νεωτερικότητας.
Γιάννης Ρίτσος: Ανακαλύφθηκε άγνωστο ποίημά του σε περιοδικό
Καρυωτάκης: τα ποιήματά του
Αισιοδοξία
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Aς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτυση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού
και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράσει.
Aς υποθέσουμε πως είμαστε εκειπέρα,
σε χώρες άγνωστες της Δύσης, του Bορρά·
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχτεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.
Aς υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν
τα παντελόνια μας, και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -σημαίες στον άνεμο χτυπούν-
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής-
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.
Μυγδαλιά
Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι αλίμονό μου! εγώ τής έχω αγάπη τόση…
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που ’χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ’ αγάπη τόση…
Της αμαρτίας δουλεύτρα
Στα στήθια σου τον άφησες να γείρει,
τον σκέπασες με τα χρυσά μαλλιά σου
κι εστράγγισες της γλύκας το ποτήρι.
Μες στου φιλιού τ’ ανείπωτο μεθύσι
5
εκοίταξες, τρελή, την παρθενιά σου:
την είδες σα χρυσόνειρο να σβήσει.
Κι εδάκρυσες. Με μάτια θολωμένα
—απάρθενη σιγόλαμψε η ματιά σου—
τη μαύρη αλήθεια αντίκρισες θλιμμένα.
10
Και σήμερα που —οϊμέ!— την Αμαρτία
δουλεύεις, τη νεκρή την ομορφιά σου
προσφέρνεις σε μια αναίμαχτη θυσία.
Ανδρείκελα
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Ανθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Αλλος δεν ξέρει οτι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…
Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί
Φύγε κι άσε με μοναχό, που βλέπω να πληθαίνει
απάνω η νύχτα, και βαθιά να γίνονται τα χάη.
Ούτε του πόνου η θύμηση σε λίγο πια δε μένει,
κι είμαι άνθος που φυλλοροεί στο χέρι σου και πάει
Φύγε καθώς τα χρόνια κείνα εφύγανε, που μόνον
μια λέξη σου ήταν, στη ζωή, για μένα σαν παιάνας.
Τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας,
της μάνας γης, και ανοίγοντας στο γέλιο των αιώνων
Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!
Ταράζει και η ανάσα σου τα μαύρα της Στυγός
νερά, που με πηγαίνουν, όπως είμαι ναυαγός,
εκεί, στο απόλυο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Η πένα του ποιητή «χόρευε σκοτεινά» πάνω στο χαρτί
Τα θέματά του Καρυωτάκη περιστρέφονταν συχνά γύρω από την αποξένωση, την ύπαρξη και τον έρωτα. Ο Καρυωτάκης δεν απέφευγε να βυθιστεί στο έρεβος της δικής του απελπισίας, δίνοντας φωνή σε μια διάχυτη αίσθηση ερημιάς που αντηχούσε στις καρδιές πολλών.
Ο αντίκτυπος του Καρυωτάκη ήταν τεράστιος. Τα λόγια του κατάφεραν να υφάνουν ένα μωσαϊκό συναισθημάτων, σήμερα, οι στίχοι του συνεχίζουν να βρίσκουν απήχηση μεταξύ των ατόμων που περιηγούνται στις πολυπλοκότητες της σύγχρονης ύπαρξης. Η κληρονομιά του Καρυωτάκη δεν περιορίζεται μόνο στην ποίησή του- επεκτείνεται στην επιρροή του σε μεταγενέστερους ποιητές και στοχαστές. Η προθυμία του να αναμετρηθεί με το σκοτάδι που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια της ζωής άνοιξε τις πόρτες για τους μελλοντικούς δημιουργούς να εξερευνήσουν τα δικά τους εσωτερικά τοπία με μια ατρόμητη πένα. Σε έναν κόσμο που τρέχει διαρκώς προς τα εμπρός, ο Κώστας Καρυωτάκης μας καλεί να σταματήσουμε, να σκεφτούμε και να αγκαλιάσουμε το καλειδοσκόπιο των συναισθημάτων που καθορίζουν τη σύγχρονη ύπαρξή μας.
Μάρκος Αυρήλιος: 10 αποφθέγματα και η ουσία της φιλοσοφίας του