Στην μελαγχολική καρδιά της Ελλάδας των αρχών του 20ού αιώνα, ο μελαγχολικός ποιητής Κ.Γ. Καρυωτάκης χάραξε έναν χώρο βαθιάς ενδοσκόπησης και λαχτάρας.
Οι στίχοι του Καρυωτάκη, βαρείς από το βάρος της υπαρξιακής απελπισίας, αντηχούν σαν ρέκβιεμ για την ψυχή, ένας ατέλειωτος απόηχος της λαχτάρας να υπερβεί τα κοινότυπα όρια της γήινης ύπαρξης. Ο Καρυωτάκης, ένας άνθρωπος με βαθιές ευαισθησίες, βρέθηκε σε αντίθεση με τον κόσμο γύρω του, έναν κόσμο που συχνά έμοιαζε πολύ σκληρός, πολύ αδιάφορος για τις λεπτές αποχρώσεις του πνεύματός του.
Η ποίησή του είναι μια μαρτυρία της εσωτερικής του ταραχής και της αδιάκοπης αναζήτησής του για νόημα. Στο έργο του, ο Καρυωτάκης δεν επιδιώκει να ξεφύγει από τις εγγενείς θλίψεις της ζωής, αλλά να τις μεταμορφώσει σε κάτι μεγαλειώδες, σε κάτι υπερβατικό. Οι λέξεις του διαπνέονται από μια βαθιά μελαγχολία, αλλά μεταφέρουν επίσης μια εύθραυστη ελπίδα, μια επιθυμία για αγνότητα και ομορφιά πέρα από τον απτό κόσμο.
Κώστας Καρυωτάκης: Ποιήματα ενός «φάρου» που αναμετρήθηκε με το σκοτάδι
Ένα τέτοιο απόσπασμα, ένας στοιχειωτικά όμορφος στοχασμός, αποτυπώνει την ουσία της ποιητικής του ψυχής:
Κ.Γ. Καρυωτάκης: «Θέλω να φύγω πια από δω»
Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.
Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να ’ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος εαυτός μου.
Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.
Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίηση να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πώς έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.
Πώς ο ρομαντισμός έθεσε τις βάσεις για τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου;